ΝΑ ΤΑ ΧΑΊΡΕΣΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΊΑΣ
ΜΕ ΤΗΣ ΑΠΌΦΑΣΗ ΠΟΥ ΒΓΆΖΟΥΝ ΟΠΟΎΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΊΟΥ ΠΑΜΙΣΟΥ
Α ΔΙΚΆΖΟΥΝ ΆΤΟΜΟ ΜΕ ΕΙΔΙΚΈΣ ΑΝΆΓΚΕΣ - ΚΑΡΔΙΟΠΆΘΕΙΑ ΜΟΝΌ ΚΑΙ ΜΟΝΌ ΓΙΑ ΤΙ ΈΧΟΥΝ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΊΟΥ ΚΑΙ ΕΙ ΝΑΙ ΣΎΖΥΓΟΣ ΙΩΆΝΝΗΣ Β
Β ΓΙΑΤΊ Η ΚΑΤΕΡΊΝΑ Β ΠΙΆΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΜΆΡΤΥΡΑΣ ΕΝΏ ΉΤΑΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΈΝΗ
Γ ΓΙΑΤΊ ΤΑ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ ΚΑΙ ΆΛΛΑ ΈΓΡΑΦΑ ΒΡΈΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΦΆΚΕΛΟ ΤΟΥ ΑΝΤΊΔΙΚΟΥ
Δ ΓΙΑΤΊ ΉΤΑΝ Η ΜΟΝΑΔΙΚΉ ΔΊΚΗ ΕΚΕΊΝΗ ΤΗΝ ΉΜΕΡΑ
ΟΎΤΕ ΤΑ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ ΜΕΤΡΆΝΕ ΟΎΤΕ ΤΊΠΟΤΑ ΑΠΌ ΧΑΡΤΙΆ
ΣΑΝ μισθωτήριο ΘΑ ΣΤΡΑΦΏ ΑΧΡΕΊΑΣΤΗ ΕΝΑΝΤΊΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΌ ΚΡΆΤΟΣ
ΜΕ ΤΈΤΟΙΕΣ ΑΠΟΦΆΣΕΙΣ ΠΟΥ ΒΓΆΖΕΙ Η Κατερινα Κ ΠΟΥ ΔΕΝ ΒΑΣΙΣΤΙΚΕ ΣΤΑ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ ΆΛΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΈΝΟΡΚΗ ΚΑΤΆΘΕΣΗ ΔΥΟ ΨΕΥΤΟ ΜΑΤΥΡΟΝ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΉΡΙΞΑΝ ΌΤΙ ΕΙ ΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΉ ΔΊΟΔΟΣ
Η 2 ΕΙΡΗΝΟΔΊΚΗΣ ΔΕΝ ΜΕΤΡΆΝΕ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ Η ΆΛΛΑ ΈΓΡΑΦΑ
ΚΑΙ Η ΕΛΈΝΗ Λ
ΠΟΥ ΈΛΕΓΕ ΌΤΙ ΤΑ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ ΔΕΝ ΜΕΤΡΆΝΕ
ΓΙΑ ΈΝΑΝ ΔΡΌΜΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΓΡΆΦΕΤΕ ΣΤΑ ΣΥΜΒΌΛΑΙΑ ΤΟΝ Κaterinas Β ΚΑΙ ΣΕ ΥΠΟΤΙΘΈΜΕΝΑ ΚΑΤΆΚΛΕΙΣΤΑ ΚΤΉΜΑΤΑ ΝΑ ΔΙΚΑΖΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΤΊΠΟΤΑ ΣΤΟ ΌΝΟΜΑ ΤΟΥ ΣΑΝ ΤΗΝ Κ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Β ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΉΡΙΑ ΝΑ ΔΊΝΟΥΝ ΌΤΙ ΘΈΛΟΥΝ ΤΌΤΕΣ ΔΕΝ ΤΑ ΧΡΕΙΑΖΌΜΑΣΤΕ
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Α. ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ:
1. ΚΑΤΑΘΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΗΣΗΣ - ΑΙΤΗΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ: Έκτος (6ος) όροφος, γραφείο 612. Σε περίπτωση αιτήματος για χορήγηση προσωρινής διαταγής, απευθυνόμαστε στον Πρόεδρο Υπηρεσίας, στον έκτο (6ο) όροφο, στο γραφείο 618. Εκθέτουμε προφορικά τους λόγους του επείγοντος, αλλά και του άμεσου κινδύνου και της βλάβης, που θα υποστεί ο εντολέας μας, προσκομίζοντας και τα τυχόν σχετικά έγγραφα, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινής διαταγής. Εναντίον της απόφασης, με την οποία χορηγείται προσωρινή διαταγή, δικαιολογείται αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης, τηρουμένων των κατωτέρω αναφερομένων, αφού και με αστή (έκδοση προσωρινής διαταγής) λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα.
2. ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: To Ειρηνοδικείο της κατοικίας του καθ’ ού ή του τόπου κατάρτισης της σύμβασης ή του τόπου εκτέλεσης της απόφασης (Ειδικότερα: άρθρα 22 επ., 25, 33, 40, άρθρο 683 Κ.Πολ.Δ). Σε περίπτωση ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής ακινήτου, κατά τα κατωτέρω, αποκλειστικά αρμόδιο κατά τόπον είναι το Ειρηνοδικείο στην έδρα του οποίου ευρίσκεται το επίδικο ακίνητο.
3. ΕΠΙΔΟΣΗ: Όπως ορίσει ο Ειρηνοδίκης.
4. ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: Πρώτος (1ος) όροφος, Αίθουσες: 102, 104. Στην αίθουσα 207 συνεδριάζει το Ειρηνοδικείο Αθηνών, κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και δικάζει αιτήσεις περί αναστολής εκτελέσεως αποφάσεων και διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
5. ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Κατατίθεται στην έδρα ή στην προθεσμία που θα ορίσει ο Ειρηνοδίκης. Στις αιτήσεις αναστολής, συνήθως, κατατίθεται επί της έδρας. Σε περίπτωση που εκπροσωπούμε τον αιτούντα και έχουμε λάβει προσωρινή διαταγή, την ημέρα της δίκης ζητάμε από το Δικαστήριο την διατήρηση της ισχύος της, μέχρι την έκδοση αποφάσεως.
6. ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Η ανταίτηση ασκείται είτε με δικόγραφο, που κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω, είτε με προφορική δήλωση ενώπιον του Ειρηνοδικείου κατά την ημέρα της δίκης. Πρέπει υποχρεωτικά να αναπτυχθεί προφορικά η ανταίτηση και δεν αρκεί να αναφερθεί στο σημείωμα που θα κατατεθεί. Με το ίδιο τρόπο ασκείται και η παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη).
7. ΠΡΑΚΤΙΚΑ: Στις δίκες για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δεν τηρούνται πρακτικά, εκτός από τις δίκες για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής. Μπορούν να τηρηθούν πρακτικά με τη σύμπραξη Γραμματέως, εφ’ όσον το ζητήσει κάποιος από τους διαδίκους και το επιτρέψει ο Ειρηνοδίκης.
8. ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ - ΛΗΨΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Στον Έκτο (6ο) όροφο, Γραφείο 612.
9. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ: Η εκτέλεση της απόφασης, που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα γίνεται βάσει επικυρωμένου αντιγράφου ή και επικυρωμένου αποσπάσματος αυτής (δεν εκδίδεται απόγραφο), με τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, που επιδίδεται στον καθ’ ού ή στους καθ’ ών και την πάροδο είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την επίδοση (άρθρο 700 Κ.Πολ.Δ). Ειδικά για τις αποφάσεις που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα νομής, η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να γίνει εντός ενός (1) έτους από την αποβολή ή την διατάραξη. Εντός έτους από την αποβολή ή την διατάραξη, πρέπει να ασκηθεί η τακτική αγωγή νομής, ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, οπότε με την άσκησή της (κατάθεση και επίδοση της αγωγής), αναστέλλεται και ο χρόνος παραγραφής (ορ. κατωτέρω σχετικό κεφάλαιο).
10. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΦΕΣΗ - ΑΝΑΚΛΗΣΗ Ή ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Πλην των αποφάσεων επί ασφαλιστικών μέτρων νομής, κατά τα κατωτέρω, δεν προβλέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Προβλέπεται η άσκηση αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης. Όσα αναφέρονται κατωτέρω στο κεφάλαιο για το Πρωτοδικείο, σχετικά με την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, ισχύουν και για τις αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου. Όμως, για τις περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής δεν προβλέπεται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης που τα διατάσσει (άρθρο 734 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ) για μεταβολή των πραγματικών συνθηκών που επήλθε μετά την έκδοση της αποφάσεως.
ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΛΗΨΕΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ TOY ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΝΟΜΗΣ Ή ΚΑΤΟΧΗΣ
ΥΛΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: To Ειρηνοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής (άρθρο 733 Κ.Πολ.Δ), είτε αφορούν ακίνητο είτε αφορούν κινητό πράγμα.
ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Εάν η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων αφορά ακίνητο, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το ακίνητο (άρθρο 29 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εάν το ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια περισσότερων Ειρηνοδικείων, ο αιτών μπορεί να επιλέξει ένα από αυτά (άρθρο 29 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρα 733 και 683 Κ.Πολ.Δ). Εάν η αίτηση αφορά κινητό πράγμα, ισχύουν οι γενικές διατάξεις του άρθρου 22 επ. Κ.Πολ.Δ, δηλαδή κατά τόπο αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο καθ’ ού έχει την κατοικία του ή αν δεν είχε ποτέ κατοικία, την διαμονή του καθώς και του τόπου όπου πρόκειται να εκτελεσθούν τα ασφαλιστικά μέτρα.
ΑΙΤΩΝ: Στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής αιτών είναι αυτός που απεβλήθη παράνομα από τη φυσική εξουσίαση του πράγματος ως κυρίου και έχει αξίωση απόδοσης της νομής από τον επιλήψιμο νομέα (άρθρα 987 επ. Α.Κ) ή που τον απέβαλε από τη δυνατότητα άσκησης της νομής επί του πράγματος. Ειδικότερα αιτών μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ικανό να είναι νομέας, ο νομέας μέρους πράγματος, ο συννομέας, ο επιλήψιμος νομέας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 988, 990 και 992 Α.Κ, ο κληρονόμος, ο ειδικός διάδοχος, ο κάτοχος, ο οιονεί κάτοχος και ο συγκάτοχος κατά των τρίτων, ο κληρονόμος του κατόχου και ο δανειστής του νομέα, σύμφωνα με το άρθρο 72 Κ.Πολ.Δ (Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, σελ. 131).
ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Είναι εκείνος ή εκείνοι που προέβησαν στην αποβολή ή επιχείρησαν ή επιχειρούν τη διατάραξη.
Η κατάθεση, ο προσδιορισμός και η επίδοση της αίτησης γίνεται κατά τα’ ανωτέρω. Στην αίτηση μπορεί να περιέχεται και αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής, με αίτημα που προσιδιάζει στην περίπτωση.
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ: Οι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται μετά ένα (1) έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη (άρθρο 992 Α.Κ). Η παραγραφή αρχίζει από την επόμενη ημέρα της αποβολής ή της διατάραξης ανεξάρτητα από τη γνώση ή όχι του αιτούντα νομέα και λήγει όταν παρέλθει η 19:00 ώρα της αντίστοιχης ημέρας του επόμενου χρόνου. Εάν η τελευταία ημέρα είναι Σάββατο ή άλλη μη εργάσιμη ημέρα, η προθεσμία παρέρχεται την ίδια ώρα της επομένης εργάσιμης ημέρας. Εάν πρόκειται για επαναλαμβανόμενες διαταράξεις, αρχίζει νέα παραγραφή μετά από κάθε διατάραξη. Επί συνεχούς διατάραξης η παραγραφή αρχίζει από την έναρξη. Εάν η διατάραξη συνίσταται σε διαρκή κατάσταση (π.χ ανέγερση κτίσματος), η παραγραφή αρχίζει από τότε που έλαβε χώρα η πράξη. Σε περίπτωση παροδικής διατάραξης μετά την ενέργειά της (Αν. Παπαχρήστου, Εμπράγματον Δίκαιον). Η παραγραφή αναστέλλεται και διακόπτεται σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 255 - 270 Α.Κ. Η κατάθεση και επίδοση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων δεν διακόπτει την παραγραφή. Την παραγραφή την διακόπτει η έγερση (κατάθεση και κοινοποίηση) αγωγής νομής ενώπιον του αρμοδίου τακτικού δικαστηρίου. Χωρεί παραγραφή και εν επιδικία εάν παρέλθει έτος από την τελευταία διαδικαστική πράξη.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Η απόφαση εκτελείται με την επίδοση στον καθ’ ού επικυρωμένου αντιγράφου της αποφάσεως ή και αποσπάσματος αυτής, που διατάσσει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με επιταγή προς εκτέλεση που συντάσσεται κάτωθι αυτής. Η εκτέλεση πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε ένα (1) έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη, εκτός αν συντρέχει λόγος αναστολής ή διακοπής της παραγραφής, οπότε μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα στον αντίστοιχο χρόνο της αναστολής ή της διακοπής.
ΕΦΕΣΗ: Η έφεση στις περιπτώσεις αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής, κατατίθεται προ πάσης επιδόσεως ή σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως. Η παραπάνω προθεσμία δεν αναστέλλεται στο χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου (Β. Μπρακατσούλας, Ασφαλιστικά Μέτρα). Απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατατίθεται στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, στον πέμπτο (5ο) όροφο, στο γραφείο 507 και προσδιορίζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών, στο κτίριο δύο (2), στο δεύτερο (2ο) όροφο, στο γραφείο 203 και στη συνέχεια για χορήγηση αντιγράφων, στο γραφείο 201. Ακολουθείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και από τον επισπεύδοντα διάδικο καλείται υποχρεωτικά ο αντίδικός του, στην προθεσμία που ορίζει ο Δικαστής του προσδιορισμού.
ΑΝΑΙΡΕΣΗ: Δεν προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της απόφασης του δικάζοντος ως Εφετείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Κατά μία άποψη δεν συγχωρείται αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 47/1990). Κατ’ άλλη άποψη συγχωρείται αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 13/1999).
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ: Είναι δυνατή η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης του Ειρηνοδικείου, που δέχεται ολικά ή μερικά την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής ή κατοχής, κατ’ άρθρο 912 Κ.Πολ.Δ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η νομότυπη άσκηση εφέσεως. Με το δικόγραφο που ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μπορεί να χορηγηθεί και σημείωμα προ πάσης εκτελέσεως, με το οποίο θ’ απαγορεύεται η εκτέλεσή της μέχρις ότου συζητηθεί η αίτηση αναστολής. Αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο που εξέδωσε την απόφαση και η κατάθεση και συζήτηση της αιτήσεως αναστολής γίνεται κατά τ’ ανωτέρω. Αρμόδιο είναι και το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δικάζει την έφεση, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 913 Κ.Πολ.Δ.
ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ
Η ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, από την επίδοση του πρωτοκόλλου. Στην ίδια προθεσμία πρέπει να γίνει και η επίδοση της ανακοπής. Αποκλειστικά αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου, όπου ευρίσκεται το αμφισβητούμενο ακίνητο, ανεξάρτητα από την αξία του. Ακολουθείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τ’ ανωτέρω. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής χωρεί ΕΦΕΣΗ. Η έφεση κατατίθεται στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου, που εξέδωκε την απόφαση, προ πάσης επιδόσεως ή σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως και απευθύνεται στο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ, στη Γραμματεία του οποίου και προσδιορίζεται (Κτίριο Δύο (2), Πρώτος (1ος) όροφος, Γραφείο 101). Και στην κατ’ έφεση δίκη ακολουθείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Δικάζεται στο Κτίριο Έξι (6), Αίθουσα επτά (7), Πιν. ΙΑ.
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 1019 Κ.Πολ.Δ.
Η αίτηση κατατίθεται κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Με την αίτηση επιδιώκεται η ανατροπή κατασχέσεως, εφ’ όσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα (1) έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός, μέσα σε έξι (6) μήνες από τον πλειστηριασμό. Σε περίπτωση που υπάρχουν αναγγελίες ή έχει χωρήσει ορισμός επαναληπτικού προγράμματος πλειστηριασμού και συνακόλουθα δήλωση ή δηλώσεις συνέχισης αυτού από τον ή τους επισπεύδοντες, πρέπει αφενός η αίτηση να στρέφεται και κατά των αναγγελθέντων δανειστών και εκείνου ή εκείνων που έκαναν τις δηλώσεις συνέχισης του πλειστηριασμού και αφετέρου να ζητείται και η ανατροπή των αναγγελιών καθώς και η διαγραφή της ή των δηλώσεων συνέχισης του πλειστηριασμού. Η πάροδος του έτους υπολογίζεται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 1019 Κ.Πολ.Δ. Η αίτηση κατατίθεται από καθένα που έχει έννομο συμφέρον (π.χ. τον καθ’ ού η εκτέλεση - οφειλέτη, τον νέο δανειστή, που επιθυμεί να επιβάλλει νέα κατάσχεση, δεδομένου ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή δεύτερης κατάσχεσης εφόσον δεν έχει διαγραφεί η επιβληθείσα πρώτη κ.λ.π). Αρμόδιο αποκλειστικά Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης (π.χ. εάν το κατασχεθέν ακίνητο ευρίσκεται στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, εάν ευρίσκεται στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου κ.ο.κ.). Η επίδοση της αιτήσεως γίνεται μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο Ειρηνοδίκης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ιδίως όταν η κατάσχεση είναι παλαιά και είναι δυσχερής η επίδοση στον κατασχόντα ή έχει αποβιώσει και είναι άγνωστοι οι κληρονόμοι του), μπορούμε να ζητήσουμε να συζητηθεί η αίτηση χωρίς την κλήτευση του καθ’ ού. Η εξέταση μαρτύρων δεν είναι απαραίτητη. Σε περίπτωση καταθέσεως σημειώματος, αυτό κατατίθεται είτε επί της έδρας, είτε στην προθεσμία που θα ορίσει ο Ειρηνοδίκης. Χρειάζεται πιστοποιητικό βαρών από το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο του ακινήτου, στο οποίο έχει επιβληθεί η κατάσχεση και βεβαίωση από τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο, ότι δεν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός. Καλό είναι τα πιστοποιητικά να καλύπτουν την ημερομηνία της δικασίμου. Μετά την έκδοση της αποφάσεως, που διατάσσει την ανατροπή της κατάσχεσης, επικυρωμένο αντίγραφό της (όχι σε φωτοτυπία), με σχετική αίτηση, προσκομίζεται στον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα, προκειμένου να προβεί στη διαγραφή της. Στην περίπτωση που έχει κατάσχει το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα που απολαμβάνουν των προνομίων του Ελληνικού Δημοσίου, τότε δεν απαιτείται η διαγραφή της επιβληθείσης κατασχέσεως, προκειμένου να επιβάλλουμε νέα κατάσχεση.
ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ ΚΙΝΗΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΟ ΜΙΣΘΙΟ (άρθρο 943 παρ. 2 και 3 Κ.Πολ.Δ)
Σε περίπτωση εκτέλεσης εξωστικής απόφασης, ο αρμόδιος Δικαστικός Επιμελητής, ύστερα από την τήρηση των οριζομένων στο νόμο (επίδοση απογράφου της αποφάσεως ή της διαταγής απόδοσης μισθίου, που διατάσσει την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο, με κάτωθι αυτών επιταγή προς εκτέλεση, πάροδος της οριζομένης από το νόμο προθεσμίας κ.λ.π), εκτελώντας την εξωστική απόφαση, αποβάλλει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση (μισθωτή, υπομισθωτή κ.λ.π) από το μίσθιο και εγκαθιστά σε αυτό τον εκμισθωτή. Τα κινητά πράγματα, που βρίσκονται στο μίσθιο και δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης, παραδίδονται από τον Δικαστικό Επιμελητή με απόδειξη σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Εάν αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει είτε σε πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο που έχει εξουσία να τα παραλάβει. Εάν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 943 ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο τον οποίο διορίζει ο ίδιος. Στη συνέχεια προσκαλείται εγγράφως ο εξωσθείς - κύριος να παραλάβει τα εν λόγω κινητά του πράγματα. Εάν αρνηθεί να τα παραλάβει καλείται εγγράφως με εξώδικη δήλωση να τα παραλάβει. Εάν και πάλι αρνηθεί, ο δικαστικός επιμελητής, που εκτέλεσε την απόφαση, ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον (μεσεγγυούχος, εκμισθωτής κ.λ.π) υποβάλλει αίτηση στο Ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης (δηλαδή στο Ειρηνοδικείο του τόπου, που βρίσκεται το ακίνητο), η οποία συζητείται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητείται η άδεια για την διενέργεια πλειστηριασμού των εντός του ακινήτου ευρεθέντων κινητών πραγμάτων. Η αίτηση υποβάλλεται κατά τα ανωτέρω και η συζήτησή της διεξάγεται, όπως και στις άλλες περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου. Κατά την ημέρα της δικασίμου προσκομίζεται η εξωστική απόφαση, η έκθεση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, περί βίαιης αποβολής και εγκατάστασης και η εξώδικη δήλωση προς τον καθ’ ού η εκτέλεση για την παραλαβή των κινητών πραγμάτων. Στην αίτησή μας μπορούμε να προτείνουμε τον επί του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφο, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού. Κοινοποιούμε την απόφαση που εκδίδεται στον ιδιοκτήτη των κινητών πραγμάτων. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να διενεργηθεί εάν τρείς (3) ημέρες πριν από τον χρόνο που έχει ορισθεί, δεν γίνει δημόσια κήρυξη από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων και όσων ορίζονται στο άρθρο 963 Κ.Πολ.Δ. To πλειστηρίασμα κατατίθεται δημόσια (δηλαδή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων), αφού αφαιρεθούν τα έξοδα.
ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΝΥΚΤΑ, ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΑΤΑ TO ΝΟΜΟ ΕΞΑΙΡΕΤΕΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
Ο δικαστικός επιμελητής έχει την εξουσία, εφ’ όσον το απαιτεί ο σκοπός της αναγκαστικής εκτέλεσης, να εισέρχεται στην κατοικία ή και σε κάθε άλλο χώρο που βρίσκεται στην κατοχή εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, να ανοίγει τις πόρτες και να κάνει έρευνες, καθώς και να ανοίγει κλειστά έπιπλα, σκεύη ή δοχεία (άρθρο 929 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 929 Κ.Πολ.Δ, κατά τη νύχτα, τις Κυριακές και τις ημέρες τις κατά νόμο εξαιρετέες δεν μπορεί να γίνει πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν ο Ειρηνοδίκης του τόπου της εκτέλεσης δώσει τη σχετική άδεια, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ, υπό την προϋπόθεση ότι είναι νόμιμη η εκτέλεση που επισπεύδεται και πιθανολογείται άμεση ανάγκη για την διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 940Α ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ. 9 Ν. 2145/1993, "στο χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση". Συνεπώς, κατά την ορθότερη άποψη, σχετική αίτηση για διενέργεια πράξεων εκτέλεσης στο χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου, δεν είναι νόμιμη (ΕιρΡόδου 146/1993, Αρμ. 11, σελ. 1065).
Ο Δικαστικός Επιμελητής είναι υποχρεωμένος να μνημονεύσει στη σχετική έκθεση που θα συντάξει (π.χ έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, προσωποκράτησης κλπ) την απόφαση με την οποία χορηγήθηκε η άδεια. Η παράλειψη αναφοράς της απόφασης δεν δημιουργεί ακυρότητα, εκτός εάν ο καθ’ ού η εκτέλεση προβάλλει και αποδείξει βλάβη του.
Η αίτηση κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω, στο αρμόδιο κατά τόπο Ειρηνοδικείο, που είναι εκείνο του τόπου της εκτελέσεως. Η αίτηση μπορεί να συζητηθεί και χωρίς την κλήτευση του καθ’ ού, εφόσον έτσι αποφασίσει ο Ειρηνοδίκης, που θα ορίσει δικάσιμο για τη συζήτησή της.
Κατά την ημέρα της συζήτησης της αίτησης, προσκομίζονται:
α. Ο τίτλος (δικαστική απόφαση, διαταγής πληρωμής κ.λ.π), που αποδεικνύει την αξίωση του αιτούντα,
β. Η έκθεση επίδοσης του επικυρωμένου αντιγράφου από το εκτελεστό απόγραφο,
με την κάτωθι αυτού επιταγή προς πληρωμή και
γ. Βεβαίωση του αρμόδιου Δικαστικού επιμελητού, από την οποία αποδεικνύεται ότι επιχείρησε να εκτελέσει τον επιδοθέντα εκτελεστό τίτλο, κατά τις ώρες που προβλέπει ο νόμος, αλλά η εκτέλεσή του κατέστη αδύνατη.
Β. ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ:
1. ΚΑΤΑΘΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΗΣΗΣ - ΑΙΤΗΜΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ: Κτίριο Πέντε (5), Πρώτος (1ος) Όροφος, Γραφείο 101. Σε περίπτωση αιτήματος για χορήγηση προσωρινής διαταγής, απευθυνόμαστε στον Πρόεδρο Υπηρεσίας, στο κτίριο πέντε (5), Πρώτος (1ος) Όροφος, Γραφείο 102, εκθέτουμε τους λόγους και τον άμεσο κίνδυνο, που δικαιολογεί τη χορήγηση προσωρινής διαταγής, προσκομίζοντας και τα τυχόν έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του εντολέα μας. Συνήθως ο Δικαστής, μέσω της Γραμματείας, καλεί και την αντίδικο πλευρά, οπότε καλό είναι να υποβληθεί το αίτημα νωρίς το πρωΐ (μέχρι 10:00 π.μ, το αργότερο), για να υπάρχει ο χρόνος κλήσεως του αντιδίκου την ίδια ημέρα. Στην αντίθετη περίπτωση ορίζεται συζήτηση της προσωρινής διαταγής την επομένη ημέρα, σε συγκεκριμένη ώρα και με ενέργειες της Γραμματείας του Δικαστηρίου - συνήθως τηλεφωνικώς - καλείται ο αντίδικος καθ' ού η αίτηση. Ο δικαστής μπορεί να υποχρεώσει και τον αιτούντα να καλέσει τον αντίδικό του με την επίδοση της αίτησης. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως για την έκδοση προσωρινής διαταγής είναι δυνατή η εξέταση μαρτύρων. Εναντίον της απόφασης, με την οποία χορηγείται προσωρινή διαταγή, δικαιολογείται αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης, τηρουμένων των κατωτέρω αναφερομένων (υπ’ αριθμό 10) αφού και με αυτή (έκδοση προσωρινής διαταγής) λαμβάνονται ασφαλιστικά μέτρα.
Προσοχή Διόρθωση: Με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 3327/2005 εισάγονται ιδιαίτερες ρυθμίσεις για την προσωρινή διαταγή που αφορά σε υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 663 κΠολΔ.
2. ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: To Δικαστήριο της κατοικίας του καθ' ού ή του τόπου κατάρτισης της σύμβασης ή του τόπου εκτέλεσης της απόφασης (Ειδικότερα: άρθρα 22 επ., 25, 33, 40, άρθρο 683 Κ.Πολ.Δ).
3. ΕΠΙΔΟΣΗ: Όπως ορίσει ο Δικαστής.
4. ΚΤΙΡΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: Πέντε (5), Δέκα Τρία (13). ΑΙΘΟΥΣΕΣ: Στο Κτίριο Πέντε (5), οι 1 και 2 και στο Κτίριο Δέκα Τρία (13) η αίθουσα δύο (2). Οι αιτήσεις αναστολής συζητούνται στο Κτίριο Δέκα Τρία (13), Αίθουσα 101. Οι αιτήσεις για εγγραφή και ανάκληση προσημειώσεων συναινετικά δικάζονται στο Κτίριο πέντε (5), στην αίθουσα τρία (3).
Προσοχή Διόρθωση: Οι συναινετικές προσημειώσεις δικάζονται πλέον στο 'Προκάτ' (απέναντι από το κτήριο 16) στις αίθουσες 1 και 2.
5. ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Κατατίθεται στην έδρα ή στην προθεσμία που θα ορίσει ο Δικαστής, στο Κτίριο Πέντε (5), Πρώτος (1ος) Όροφος, Γραφείο 101. Στις αιτήσεις αναστολής το σημείωμα, συνήθως, κατατίθεται επί της έδρας (υπάρχει ανακοίνωση στο Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με την οποία, επί αιτήσεων αναστολής το σημείωμα κατατίθεται μέχρι τις 12 η ώρα της ημέρας της δικασίμου). Στις ίδιες προθεσμίες κατατίθενται και τα έγγραφα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς μας. Εάν εκπροσωπούμε τον αιτούντα και έχει χορηγηθεί προσωρινή διαταγή, δεν παραλείπουμε την ημέρα της δίκης να ζητήσουμε την παράταση ισχύος της μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση.
6. ΑΝΤΑΙΤΗΣΗ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Η ανταίτηση ασκείται είτε με δικόγραφο, που κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω, είτε με προφορική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημέρα της δίκης. Πρέπει υποχρεωτικά να αναπτυχθεί προφορικά η ανταίτηση και δεν αρκεί να αναφερθεί στο σημείωμα που θα κατατεθεί. Με το ίδιο τρόπο ασκείται και η παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη).
7. ΠΡΑΚΤΙΚΑ: Στις δίκες για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δεν τηρούνται πρακτικά. Μπορούν να τηρηθούν πρακτικά, με τη σύμπραξη Γραμματέως, εφόσον το ζητήσει κάποιος από τους διαδίκους και το επιτρέψει ο Δικαστής.
8. ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Κτίριο πέντε (5), Πρώτος (1ος) όροφος. Η απόφαση αναζητείται με την ημερομηνία δικασίμου και τον δικάσαντα Δικαστή.
9. ΛΗΨΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Κτίριο πέντε (5), Πρώτος (1ος) όροφος, Γραφείο 103 (Αρχείο). Για τις περιπτώσεις των πλειστηριασμών (αιτήσεις αναστολής,
ανακοπές κατά της κατασχετήριας έκθεσης) οι αποφάσεις αναζητούνται στο ίδιο κτίριο, στο γραφείο 101.
10. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ: Η εκτέλεση της απόφασης, που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα γίνεται βάσει επικυρωμένου αντιγράφου της ή επικυρωμένου αποσπάσματος αυτής (δεν εκδίδεται απόγραφο), που επιδίδεται στον καθ’ ού ή στους καθ’ ών, με επιταγή προς εκτέλεση.
Απαιτείται πάροδος 24 ωρών από την επίδοση (άρθρο 700 Κ.Πολ.Δ). Σε περίπτωση επιδίκασης προσωρινής δ ι α τ ρ ο φ ή ς, για να διατηρηθεί η ισχύς της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει η περί διατροφής αγωγή να ασκηθεί (κατατεθεί και επιδοθεί), μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ (ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ) ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ, ΕΚΤΟΣ ΕΑΝ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΑΣΚΗΘΕΙ. Στην αντίθετη περίπτωση, η απόφαση περί προσωρινής διατροφής αποβάλλει την ισχύ της. Και σε άλλες περιπτώσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων, είναι δυνατόν ο Δικαστής, να ορίσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να ασκηθεί η τακτική αγωγή για την ασφαλιζόμενη απαίτηση. Εξυπακούεται ότι και στην περίπτωση αυτή, εφόσον δεν κατατεθεί αγωγή στην ορισθείσα προθεσμία, η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποβάλλει την ισχύ της.
11. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Ή ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα δεν συγχωρούνται ένδικα μέσα, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, που ορίζονται από τον Κ.Πολ.Δ. (π.χ. κατά αποφάσεως επί αιτήσεως για αναγκαστική διαχείριση, (άρθρο 1034 παρ. 2 ΚΠολΔ)) και έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία με βάση την σκέψη ότι η άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων είναι παραδεκτή (με παράλληλη κάμψη της αρχής που καθιερώνεται στο άρθρο 699 Κ.Πολ.Δ) στις περιπτώσεις που τέμνουν οριστικά την κρινομένη διαφορά και η εκδίκαση της οποίας έγινε κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 Κ.Πολ.Δ επ. αποκλειστικά και μόνο λόγω των πλεονεκτημάτων που παρέχει η εν λόγω διαδικασία, όπως η ταχεία και ολιγοδάπανη εκκαθάριση της διαφοράς (π.χ στην περίπτωση έκδοσης από το Δημόσιο διοικητικού πρωτοκόλλου κατάληψης εγκαταλελειμμένου ακινήτου κατ’ άρθρο 34 Α.Ν 1939/1938 "περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων" (Α.Π 661/1999), εξόδου εταίρου από Ε.Π.Ε, αποκατάσταση πτωχού, ανακοπή κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης χρήσης κ.λ.π). Πλήν όμως, κατά τα άρθρα 696 επ. ΚΠολΔ, η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ανακαλείται εν όλω ή εν μέρει από εκείνον που δεν έλαβε μέρος ή δεν κλητεύθηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης και έχει έννομο συμφέρον. To δικόγραφο της αιτήσεως για ανάκληση της αποφάσεως κατατίθεται στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωκε την απόφαση και ισχύουν για την κατάθεση, συζήτηση και έκδοση της αποφάσεως όσα αναφέρονται ανωτέρω, για την κατάθεση και συζήτηση της αίτησης για λήψη ασφαλιστικών μέτρων.
11α. ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ Ή ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ: Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης δεν λειτουργεί ως έφεση. Προβλέπεται μόνο για αποφάσεις που δέχονται τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και όχι για αποφάσεις που απορρίπτουν αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Δεν επιτρέπεται για αποφάσεις, που έχουν ληφθεί μεν με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων αλλά τέμνεται ουσιαστικά η διαφορά. Χωρεί στην περίπτωση κατά την οποία ο έχων έννομο συμφέρον, δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση της αίτησης, επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση που διέταξε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή μεταρρύθμισή της (άρθρο 696 παρ. 1 και3 Κ.Πολ.Δ). Τα γεγονότα που οδηγούν στη μεταβολή των πραγμάτων (είτε αφορούν στα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, είτε στον επικείμενο κίνδυνο που δικαιολογούν τη λήψη τους), θα πρέπει να προέκυψαν μετά την έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και να μην έχουν τεθεί στην κρίση του Δικαστηρίου. Εφόσον προϋπήρχαν και δεν έγινε επίκλησή τους με ευθύνη ή και χωρίς ευθύνη (ανυπαίτια) του αιτούντος, δεν δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση. Ακόμη δεν δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης λήψης ασφαλιστικών μέτρων πραγματικές πλημμέλειες (π.χ κακή εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού κ.λ.π) ή νομικές πλημμέλειες της απόφασης (π.χ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κ.λ.π), ούτε μεταβολή της νομολογίας σχετικά με τη κρίση για το ασφαλιστέο δικαίωμα, ούτε, ακόμη και τυχόν νομοθετική μεταβολή ή έκδοση απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ). Και αυτό διότι, όπως προελέχθη, η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης δεν λειτουργεί όπως το ένδικο μέσο της έφεσης.
11β. ΑΡΜΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ Ή ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, αρμόδιο είναι το Δικαστήριο που διέταξε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται από τα πρόσωπα που ορίζονται στα άρθρα 696, 697,698 Κ.Πολ.Δ. To Δικαστήριο μπορεί ν’ απορρίψει την αίτηση ανάκλησης, ή να ανακαλέσει (ολικά ή μερικά) ή και να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής για την κύρια υπόθεση, αρμόδιο είναι τόσο το Δικαστήριο που διέταξε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όσο και το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η κύρια υπόθεση. Κατ’ άρθρο 281 Κ.Πολ.Δ, συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της. Έτσι, σε περίπτωση αναβολής της δίκης για την κύρια υπόθεση πρώτη συζήτηση θεωρείται εκείνη που γίνεται αμέσως μετά την αναβολή. Μετά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης αρμόδιο για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων είναι εκείνο της κύριας υπόθεσης, ύστερα από αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον. Αρμόδιο είναι και το Εφετείο, στην περίπτωση που εκκρεμεί ενώπιόν του η κύρια υπόθεση.
11γ. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ: Κατ’ άρθρο 698 Κ.Πολ.Δ, η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο ανακαλείται ολικά ή μερικά
α. αν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου, ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο και γίνει τελεσίδικη,
β. αν εκδοθεί οριστική απόφαση που τον ωφελεί, και εκτελεστεί,
γ. αν συμφωνηθεί συμβιβασμός για την κύρια υπόθεση,
δ. αν περάσουν τριάντα ημέρες από την κατάργηση ή περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο. Η, κατά τ’ ανωτέρω, ανάκληση γίνεται με αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον, αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής, από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί, και σε κάθε άλλη περίπτωση από το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο.
11δ. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ: Κατά των αποφάσεων που δέχονται ή απορρίπτουν αίτηση για ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων δεν προβλέπονται ένδικα μέσα (άρθρο 699 Κ.Πολ.Δ).
ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΧΡΗΣΗΣ:
Η ανακοπή κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης χρήσης, ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, από την επίδοση του πρωτοκόλλου. Στην ίδια προθεσμία πρέπει να γίνει και η επίδοση της ανακοπής. Αποκλειστικά αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης χρήσης, είναι ανάλογα με το ποσό της αποζημίωσης, το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου, όπου ευρίσκεται το αμφισβητούμενο ακίνητο. Ακολουθείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά τ’ ανωτέρω. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της ανακοπής χωρεί ΕΦΕΣΗ. Η έφεση κατατίθεται στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου ή του Πρωτοδικείου, που εξέδωκε την απόφαση, προ πάσης επιδόσεως ή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως και απευθύνεται στο ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ή στο ΕΦΕΤΕΙΟ, αντίστοιχα (εάν πρόκειται για απόφαση του Ειρηνοδικείου ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου), στη Γραμματεία του οποίου και προσδιορίζεται. Και στην κατ’ έφεση δίκη ακολουθείται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΚΔΟΘΕΙΣΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
To Δικαστήριο, που εξέδωκε την απόφαση (Ειρηνοδικείο, Μονομελές και Πολυμελές Πρωτοδικείο) ή την διαταγή πληρωμής (Ειρηνοδικείο, Μονομελές Πρωτοδικείο) είναι αρμόδιο να δικάσει την αίτηση αναστολής. Εξυπακούεται, ότι η αίτηση αναστολής ασκείται σε περίπτωση που η απόφαση έχει κηρυχθεί εν όλω ή εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή. Προϋπόθεση για την κατάθεσή της είναι να έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα το προβλεπόμενο ένδικο μέσο. Στο δικόγραφο αναφέρουμε την άσκηση του ενδίκου μέσου, τους λόγους για τους οποίους πιθανολογείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, τον κίνδυνο που θα υποστεί ο εντολέας μας από την τυχόν εκτέλεση της αποφάσεως, την φερεγγυότητα του εντολέως μας και το γεγονός ότι δεν θα υποστεί βλάβη ο δανειστής από την αναστολή εκτελέσεως. Στο δικόγραφο της αίτησης περιλαμβάνουμε αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούμε να ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης μέχρις ότου συζητηθεί η αίτησή μας. Απευθυνόμαστε στον Πρόεδρο Υπηρεσίας, εκθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την χορήγηση της προσωρινής διαταγής, προσκομίζοντάς του επικυρωμένο αντίγραφο του ασκηθέντος ενδίκου μέσου και κάθε τυχόν έγγραφο που αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του εντολέα μας. Η ισχύς της προσωρινής διαταγής ΑΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ. Μαζί με το επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης και την κάτω από αυτό πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση του καθ’ ού ή των καθ’ ών να παραστούν την ορισθείσα δικάσιμο, κοινοποιούμε - εφόσον χορηγηθεί - και το σημείωμα της προσωρινής αναστολής (προσωρινή διαταγή). Η αίτηση για την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως, πρέπει να κατατεθεί πριν από την εκτέλεση της αποφάσεως ή της διαταγής πληρωμής (το αργότερο σε τρείς εργάσιμες ημέρες από την επίδοση του επικυρωμένου αντιγράφου εξ απογράφου, με επιταγή προς πληρωμή ή συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης). Εάν χωρήσει εκτέλεση, δεν συγχωρείται αναστολή εκτελέσεως. Μάρτυρες εξετάζονται εκατέρωθεν στο ακροατήριο. To σημείωμα και τα σχετικά έγγραφα κατατίθενται είτε επί της έδρας είτε στην προθεσμία που θα ορίσει το Δικαστήριο (Στην πράξη σχεδόν πάντοτε κατατίθεται επί της έδρας). Σε περίπτωση που έχουμε λάβει προσωρινή διαταγή, ζητούμε από το Δικαστήριο την διατήρηση της ισχύος της, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως. Σε περίπτωση που δεν έχει εκτελεσθεί η απόφαση και δεν υπάρχει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως, μπορούμε να ζητήσουμε προφορικά από το Δικαστήριο, την ημέρα που δικάζεται η αίτηση αναστολής, την έκδοση προσωρινής διαταγής.
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Οι διαταγές πληρωμής εκτελούνται μετά πάροδο τριών (3) εργασίμων ημερών από την επίδοση στον οφειλέτη επικυρωμένου αντιγράφου εξ απογράφου, με επιταγή προς πληρωμή (άρθρο 926 Κ.Πολ.Δ). Η αίτηση κατατίθεται, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω. Προϋπόθεση για την κατάθεσή της είναι να έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή στο αρμόδιο Δικαστήριο (να έχει κατατεθεί και επιδοθεί). Στο δικόγραφο αναφέρουμε την άσκηση της ανακοπής, τους λόγους για τους οποίους πιθανολογείται η εξαφάνιση της διαταγής πληρωμής, τον κίνδυνο που θα υποστεί ο εντολέας μας από την τυχόν εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, την φερεγγυότητα του εντολέως μας και το γεγονός ότι δεν θα υποστεί βλάβη ο δανειστής. Στο δικόγραφο της αίτησης περιλαμβάνουμε αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούμε να ανασταλεί η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής μέχρις ότου συζητηθεί η αίτησή μας. Απευθυνόμαστε στον Πρόεδρο Υπηρεσίας, εκθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την χορήγηση της προσωρινής διαταγής, προσκομίζοντάς του επικυρωμένο αντίγραφο της ανακοπής, μαζί με την έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή που την επέδωσε στον οφειλέτη και κάθε τυχόν έγγραφο που αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του εντολέα μας. Η ισχύς της προσωρινής διαταγής ΑΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ. Μαζί με το επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης και την κάτω από αυτό πράξη ορισμού δικασίμου με κλήση του ή των καθ’ ών να παραστούν κατά τη συζήτησή της, κοινοποιούμε και το σημείωμα της προσωρινής αναστολής (προσωρινή διαταγή). Η αίτηση για την αναστολή εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής, πρέπει να κατατεθεί πριν από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής (το αργότερο σε τρείς εργάσιμες ημέρες από την επίδοση του επικυρωμένου αντιγράφου εξ απογράφου, με επιταγή προς πληρωμή). Εάν χωρήσει εκτέλεση, δεν συγχωρείται αναστολή εκτελέσεως. Μάρτυρες εξετάζονται εκατέρωθεν στο ακροατήριο. To σημείωμα και τα σχετικά έγγραφα κατατίθενται είτε επί της έδρας είτε στην προθεσμία που θα ορίσει το Δικαστήριο (Στην πράξη σχεδόν πάντοτε κατατίθενται επί της έδρας). Σε περίπτωση που έχουμε λάβει προσωρινή διαταγή, ζητούμε από το Δικαστήριο την διατήρηση της ισχύος της, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής. Σε περίπτωση που δεν έχει εκτελεσθεί η διαταγή πληρωμής και δεν υπάρχει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτελέσεως, μπορούμε να ζητήσουμε προφορικά από το Δικαστήριο, την ημέρα που δικάζεται η αίτηση αναστολής, την έκδοση προσωρινής διαταγής.
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΚΑΤΑ TO ΑΡΘΡΟ 938 Κ.ΠΟΛ.Δ ΕΠΙ ΑΣΚΗΘΕΙΣΗΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναστολή της αρξαμένης εκτελέσεως, ανεξαρτήτως του εκτελεστού τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται. Πρέπει δηλαδή να έχει αρχίσει η αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση στον καθ’ ού επιταγής προς πληρωμή ή εκτέλεσης και να εξελίσσεται, χωρίς φυσικά να έχει ολοκληρωθεί (με διενέργεια πλειστηριασμού κλπ.) μέχρι την συζήτηση της αιτήσεως, διότι αλλιώς αυτή καθίσταται άνευ αντικειμένου. Απαιτείται προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση (κατάθεση και επίδοση) ανακοπής κατά της εκτελέσεως κατά τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ. Αρμόδιο για να δικάσει την συγκεκριμένη αίτηση αναστολής είναι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή. Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αρμόδιο για να δικάσει την ανακοπή κατά της εκτελέσεως είναι το Ειρηνοδικείο, εάν ο εκτελεστός τίτλος είναι απόφαση του Ειρηνοδικείου, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Σύμφωνα με το άρθρο 933 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά τόπο αρμόδιο για την άσκηση της ανακοπής είναι το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η ανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος με την επιφύλαξη των διατάξεων των ειδικών δωσιδικιών. Στο δικόγραφο αναφέρουμε την άσκηση του ενδίκου μέσου της ανακοπής, τους λόγους για τους οποίους πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής μας, τον κίνδυνο προκλήσεως ανεπανόρθωτης βλάβης του εντολέως μας από την ενέργεια της εκτέλεσης, την φερεγγυότητα του εντολέως μας και το γεγονός ότι δεν θα υποστεί βλάβη ο δανειστής. Στο δικόγραφο της αίτησης περιλαμβάνουμε αίτημα για χορήγηση προσωρινής διαταγής, με την οποία ζητούμε να ανασταλεί η εκτέλεση μέχρις ότου συζητηθεί η αίτησή μας. Απευθυνόμαστε στον Πρόεδρο Υπηρεσίας, εκθέτοντας τους λόγους που δικαιολογούν την χορήγηση της προσωρινής διαταγής, προσκομίζοντάς του και κάθε τυχόν έγγραφο που αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του εντολέα μας. Η ισχύς της προσωρινής διαταγής ΑΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ. Μαζί με την αίτηση κοινοποιούμε και το σημείωμα της προσωρινής αναστολής (προσωρινή διαταγή). Για την άσκηση της αίτησης για την αναστολή εκτελέσεως δεν τάσσεται από τον νόμο προθεσμία από την ενέργεια της πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως, της οποίας ζητείται η αναστολή. Πλην, όμως, όταν με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή πρέπει να κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, οπότε η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Μάρτυρες εξετάζονται εκατέρωθεν στο ακροατήριο. To σημείωμα και τα σχετικά έγγραφα κατατίθενται είτε επί της έδρας (πάντοτε στην περίπτωση αναστολής πλειστηριασμού) είτε στην προθεσμία που θα ορίσει το Δικαστήριο. Σε περίπτωση που εκπροσωπούμε τον αιτούντα και έχουμε λάβει προσωρινή διαταγή (σημείωμα), ζητούμε από το Δικαστήριο την διατήρηση της ισχύος της, μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 939 ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάσσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως ή απόσπασμά της γνωστοποιείται στα εκτελεστικά όργανα με επιμέλεια των διαδίκων ή της γραμματείας του δικαστηρίου. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση της αναστολής μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με υπηρεσιακό τηλεγράφημα ή και προφορικά, αφού το όργανο της εκτέλεσης κληθεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να του γίνει η γνωστοποίηση και αυτό βεβαιωθεί με απλή σημείωση επί της αποφάσεως της αναστολής. Αφότου γίνει η παραπάνω γνωστοποίηση απαγορεύεται να γίνει οποιαδήποτε πράξη αναγκαστικής εκτελέσεως, εκτός εκείνων που έχει ειδικά επιτρέψει η απόφαση της αναστολής, και δεν τρέχουν οι προθεσμίες οι ορισμένες για την ενέργεια των απαγορευόμενων πράξεων ενώ εκείνες που άρχισαν διακόπτονται (άρθρο 939 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ
Η αίτηση για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στην περιουσία του οφειλέτη, στα χέρια του ή στα χέρια τρίτων, κατατίθεται κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, στο αρμόδιο, βάσει ποσού, Δικαστήριο. Με την αίτηση μπορεί να ζητηθεί η έκδοση προσωρινής διαταγής, με την οποία θα απαγορεύεται η οποιαδήποτε μεταβολή στην πραγματική ή νομική κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη – καθ’ ού, μέχρι την συζήτησή της. Εάν η αίτηση αφορά την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί κινητών πραγμάτων του οφειλέτη, μπορεί να ζητηθεί η αφαίρεσή τους από τα χέρια του και ο ορισμός μεσεγγυούχου. Οι εκατέρωθεν μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο. To σημείωμα και τα σχετικά έγγραφα κατατίθενται στο ακροατήριο ή στην προθεσμία που θα χορηγήσει το Δικαστήριο. Εάν εκπροσωπούμε τον αιτούνται και έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή, ζητούμε την διατήρησή της μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως. Εάν δεν έχει εκδοθεί, μπορούμε να ζητήσουμε την έκδοση προσωρινής διαταγής την ημέρα που συζητείται η αίτηση από τον δικάζοντα Δικαστή. Σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή και επιβληθεί συντηρητική κατάσχεση, ο αιτών, επιβάλλων την συντηρητική κατάσχεση, οφείλει να ασκήσει (να καταθέσει και επιδώσει) την κύρια για την απαίτηση αγωγή, ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση του εγγράφου για κατάσχεση στον οφειλέτη καθ’ ού η αίτηση, εκτός εάν η κύρια αγωγή για την απαίτηση έχει ήδη εγερθεί ή η συντηρητική κατάσχεση επεβλήθη βάσει διαταγής πληρωμής ή εάν επιδοθεί δια-ταγή πληρωμής μέσα στην παραπάνω προθεσμία (άρθρο 715 παρ. 5 Κ.Πολ.Δ).
Στην αντίθετη περίπτωση, η απόφαση για συντηρητική κατάσχεση αποβάλλει την ισχύ της. Στην περίπτωση που εκπροσωπούμε τον καθ’ ού η αίτηση, μπορούμε να υποβάλλουμε στο Δικαστήριο κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του εντολέα μας, με τα έγγραφα που τα αποδεικνύουν, ώστε, αποδεικνύοντας την φερεγγυότητα του εντολέα μας, να αποφευχθεί η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης.
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΩΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ
Η αίτηση κατατίθεται, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, στο αρμόδιο, βάσει ποσού, Δικαστήριο (το Ειρηνοδικείο, σε περίπτωση που αξίωσή μας ανέρχεται μέχρι του ποσού των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ΕΥΡΩ και σε κάθε άλλη περίπτωση, που η αξίωση υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ΕΥΡΩ, το Μονομελές Πρωτοδικείο). Με την αίτηση μπορεί να ζητηθεί η έκδοση προσωρινής διαταγής, με την οποία θα απαγορεύεται η οποιαδήποτε μεταβολή στην πραγματική ή νομική κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη καθ’ ού, μέχρι την συζήτησή της. Οι εκατέρωθεν μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο. To σημείωμα και τα σχετικά έγγραφα κατατίθενται στο ακροατήριο ή στην προθεσμία που θα χορηγήσει το Δικαστήριο. Εάν εκπροσωπούμε τον αιτούντα και έχει χορηγηθεί προσωρινή διαταγή ζητούμε την διατήρηση της ισχύος της μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως. Εάν δεν έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή, μπορούμε να ζητήσουμε από τον Δικαστή την έκδοσή της.
Σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή και δοθεί η άδεια για την εγγραφή προ-σημειώσεως υποθήκης, ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρεται κατωτέρω στη συναινετική εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης.
ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ ΚΑΤΑΣΧΕΤΗΡΙΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ (άρθρο 954 Κ.Πολ,Δ) (παλαιότερα ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ)
Με την ανακοπή αστή επιδιώκεται η διόρθωση της τιμής της εκτίμησης του δικαστικού επιμελητή, που αφορά τα κατασχεθέντα και εκτιθέμενα σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό κινητά πράγματα ή την ακίνητη περιουσία του οφειλέτη. Στην κατάθεση της ανακοπής αυτής δικαιούνται να προβούν, ο επισπεύδων, ο καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτης και οποιοσδήποτε τρίτος έχει έννομο συμφέρον (π.χ ο αναγγελθείς δανειστής, του οποίου το έννομο συμφέρον συνίσταται στο ν’ αυξηθεί η τιμή εκτίμησης και κατ’ ακολουθίαν η τιμή της πρώτης προσφοράς, ώστε να μπορέσει να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του). Αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, βάσει του ύψους της απαίτησης (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ). To Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην ακόμη και στην περίπτωση που η απαίτηση είναι της αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Κατά τόπο αρμόδιο είναι το Δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (π.χ. εάν το ακίνητο υπάγεται στην περιφέρεια αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και η απαίτηση είναι της υλικής αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, εάν το ακίνητο υπάγεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών και η απαίτηση είναι της υλικής αρμοδιότητος του Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Πρωτοδικείο Αθηνών, εάν το ακίνητο υπάγεται στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και η απαίτηση είναι υλικής αρμοδιότητος του Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Πρωτοδικείο Πειραιώς κ.ο.κ). Η ανακοπή κατατίθεται κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 954 Κ.Πολ.Δ, με ποινή απαραδέκτου, η ανακοπή πρέπει να κατατεθεί προ πέντε (5) τουλάχιστον εργασίμων ημερών από την ημερομηνία του πλειστηριασμού. To απαράδεκτο της ανακοπής ερευνάται ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ από το Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που για το κατασχεμένο ακίνητο, προβλέπεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, η εκτίμηση του Δικαστικού Επιμελητή δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως αυτή ισχύει κατά το χρόνο της κατάσχεσης (άρθρο 993 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Οι εκατέρωθεν μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο και στο ακροατήριο κατατίθεται και το σημείωμα με τα σχετικά έγγραφα. Η απόφαση πρέπει να δημοσιευθεί, κατά το δυνατόν, έως την 12η το μεσημέρι της προηγουμένης ημέρας του πλειστηριασμού (άρθρο 954 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Σε περίπτωση που εκπροσωπούμε τον αιτούντα και γίνει δεκτή η ανακοπή, από το αρμόδιο γραφείο (στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κτίριο 5, Γραφείο 101, στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, 5ος όροφος, γραφείο 514, στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, στον 6ο όροφο, γραφείο612), λαμβάνουμε αντίγραφο της αποφάσεως ή απόσπασμα αυτής, το οποίο προσκομίζουμε στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο, προκειμένου να ματαιωθεί η διενέργεια του πλειστηριασμού. Ο επί της εκτελέσεως Δικαστικός Επιμελητής οφείλει να λάβει υπ’ όψιν του την επί της τιμής διορθωτική απόφαση, να προβεί στη διόρθωση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης και στην επανάληψη των επιδόσεων για την οριζόμενη από την απόφαση νέα ημερομηνία πλειστηριασμού (άρθρο 960 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Δηλαδή, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ανακοπή κατά της κατασχετήριας έκθεσης, ματαιώνεται ο ορισθείς πλειστηριασμός και ορίζεται από το Δικαστήριο νέα ημερομηνία πλειστηριασμού.
ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΤΑ TO ΑΡΘΡΟ 1000 Κ.Πολ.Δ.
Με την ανακοπή αυτή διώκεται η αναστολή του ορισθέντος πλειστηριασμού, για χρόνο μέχρι έξι (6) μήνες από την αρχικά ορισθείσα ημερομηνία του πλειστηριασμού. Στην κατάθεση της ανακοπής αστής δικαιούται να προβεί ο καθ’ ού η εκτέλεση οφειλέτης. Αρμόδιο καθ’ ύλην Δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο ή το Μονομελές Πρωτοδικείο, βάσει του ύψους της απαίτησης (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ). To Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην ακόμη και στην περίπτωση που το ύψος της απαίτησης είναι της αρμοδιότητος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Κατά τόπο αρμόδιο είναι το Δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης (π.χ. εάν το ακίνητο υπάγεται στην περιφέρεια αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας και η απαίτηση είναι της υλικής αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου, αρμόδιο είναι το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, εάν το ακίνητο υπάγεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών και η απαίτηση είναι της υλικής αρμοδιότητος του Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Πρωτοδικείο Αθηνών, εάν το ακίνητο υπάγεται στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και η απαίτηση είναι της υλικής αρμοδιότητος του Πρωτοδικείου, αρμόδιο είναι το Πρωτοδικείο Πειραιώς κ.ο.κ). Η ανακοπή κατατίθεται κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω. Σύμφωνα με το άρθρο 1000 Κ.Πολ.Δ, με ποινή απαραδέκτου, η ανακοπή πρέπει να κατατεθεί προ πέντε (5) τουλάχιστον εργασίμων ημερών από την ημερομηνία του πλειστηριασμού. To απαράδεκτο της ανακοπής ερευνάται ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ από το Δικαστήριο. Οι εκατέρωθεν μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο. Στο ακροατήριο κατατίθενται και το σημείωμα με τα σχετικά έγγραφα. Για να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή, πρέπει να πιθανολογηθεί ότι δεν υφίσταται βλάβη του επισπεύδοντος, να προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα, μέσα στο χρονικό διάστημα της αναστολής ή ότι εάν παρέλθει το χρονικό διάστημα της αιτούμενης αναστολής, θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Η αναστολή χορηγείται πάντοτε με τους ακόλουθους όρους:
α. Την καταβολή των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση στην απόφαση
β. Την καταβολή του ενός τετάρτου (1/4) τουλάχιστον του οφειλομένου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου, εκτός αν για εξαιρετικούς λόγους, που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, το καταβλητέο έναντι του κεφαλαίου αυτού ποσόν, πρέπει να ορισθεί μικρότερο. Η απόφαση πρέπει να δημοσιευθεί, κατά το δυνατόν, έως τις 12 η ώρα το μεσημέρι της Δευτέρας, που προηγείται του πλειστηριασμού. Σε περίπτωση που εκπροσωπούμε τον καθ’ ού η ανακοπή - επισπεύδοντα, χρήσιμο είναι να προσκομίσουμε με το σημείωμά μας, πίνακα εξόδων του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητού, ώστε να διευκολυνθεί το Δικαστήριο στον προσδιορισμό τους. Σε περίπτωση που εκπροσωπούμε τον αιτούντα και γίνει δεκτή η ανακοπή, τηρούμε τους όρους της αποφάσεως και από το αρμόδιο γραφείο (στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κτίριο 5, Γραφείο 101, στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, 5ος όροφος, γραφείο 514, στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, στον 6ο όροφο, γραφείο 612), λαμβάνουμε αντίγραφο της αποφάσεως ή απόσπασμα αυτής, το οποίο προσκομίζου-με στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο Συμβολαιογράφο, προκειμένου να ματαιωθεί η διενέργεια του πλειστηριασμού.
ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ TOY ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ:
Η αίτηση κατατίθεται κατά τα ανωτέρω. To ασφαλιστέο ποσό πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 12.000 ΕΥΡΩ. Η συζήτηση γίνεται στο κτίριο Πέντε (5), Αίθουσα τρία (3). Πρέπει να έχουμε γραμμένη την απόφαση τουλάχιστον σε δύο (2) αντίγραφα. Απαιτείται, είτε να παρίσταται ο ίδιος ο καθ’ ού η αίτηση (οφειλέτης), προκειμένου να συναινέσει, είτε άλλο πρόσωπο με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, στο οποίο θα περιέχεται η ειδική εντολή από τον καθ’ ού η αίτηση οφειλέτη να εμφανισθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και να συναινέσει στην εγγραφή προσημειώσεως για το συγκεκριμένο ακίνητο και μέχρι το αιτούμενο ποσό. Περαιτέρω απαιτείται κτηματογραφικό απόσπασμα του προς προσημείωση ακινήτου. Ακολούθως, λαμβάνεται επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως (όχι το επικυρωμένο αντίγραφο σε φωτοτυπία) και συντάσσεται περίληψη μεταγραφής, στην οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να αναφέρεται ο αιτών την εγγραφή, τα πλήρη στοιχεία του καθ’ ού (οφειλέτη), ο αριθμός της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που διατάσσει την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, το ποσό για το οποίο ζητείται η εγγραφή της προσημειώσεως καθώς και περιγραφή του ακινήτου του οφειλέτη. Σχετική αίτηση, με κεκυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που διατάσσει την εγγραφή προσημειώσεως (όχι σε φωτοτυπία), καθώς και η περίληψη μεταγραφής υποβάλλεται στον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα, όπου ευρίσκεται το ακίνητο του οφειλέτη και ζητάμε και λαμβάνουμε τα σχετικά πιστοποιητικά.
ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΕΩΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ.
Η αίτηση κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω. Αιτών είναι ο οφειλέτης, σε ακίνητο του οποίου έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης ή καθολικός ή ειδικός του διάδοχος. Στρέφεται κατά του δανειστή ο οποίος ενέγραψε την προσημείωση υποθήκης ή κατά των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του προϋπόθεση είναι η εξόφληση της απαιτήσεως για την οποία έχει εγγραφεί η προσημείωση της υποθήκης. Η αίτηση κατατίθεται κατά τα ανωτέρω και μ’ αυτήν ζητείται η ανάκληση της αποφάσεως που διέταξε την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης. Είναι απαραίτητο να προσκομίζεται επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως που διέταξε την εγγραφή προσημειώσεως της υποθήκης.
Σημείωση: Εξυπακούεται ότι, όταν το ποσό για το οποίο εγγράφεται ή έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης είναι της αρμοδιότητος του Ειρηνοδικείου (μέχρι 12.000 ευρώ) αρμόδιο και για την εγγραφή και για την ανάκληση της απόφασης είναι το Ειρηνοδικείο. Απλώς, επειδή λόγω δανείων, αλληλόχρεων λογαριασμών κλπ, συνήθως οι προσημειώσεις εγγράφονται για ποσό πάνω από 12.000 ευρώ το αναφέρουμε στις συνήθεις υποθέσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΑΔΕΙΑ ΕΚΠΟΙΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
Η αίτηση κατατίθεται, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Χρειάζονται:
α. Κατάσταση απογραφής εμπορευμάτων (ποσοτική πραγματική χωρίς τιμές) σε τρία (3) αντίγραφα.
β. Υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, με περιεχόμενο:
βα. Ότι την τελευταία διετία δεν έχει γίνει άλλη εκποίηση εμπορευμάτων.
ββ. Ότι τα εμπορεύματα έχουν εισαχθεί στο κατάστημα, τουλάχιστον προ τριών μηνών.
βγ. Ότι οι λόγοι που αναφέρονται ως αιτία εκποίησης είναι πραγματικοί. Μετά την κατάθεση της αίτησης και τον προσδιορισμό της, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, με ένα επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης πηγαίνουμε στο Σώμα Ορκωτών Λογιστών (Φωκίωνος Νέγρη αριθ. 3, τηλ. 210 82.29.835) προκειμένου να μας δοθεί το όνομα του ορκωτού λογιστή, που θα χρησιμοποιηθεί, μαζί με το όνομα του πραγματογνώμονα που θα μας δοθεί από την Γραμματεία των ασφαλιστικών μέτρων και ανάλογα με τα προς εκποίηση είδη για τον διορισμό πραγματογνωμόνων που θα ελέγξουν την ειλικρίνεια της αιτήσεως εκποιήσεως.
ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ME ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
1. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ. α. Υποβολή κατ’ αρχήν έγγραφης αίτησης προς τον ή τους διαχειριστές της εταιρίας από την μειοψηφία των εταίρων που εκπροσωπεί τουλάχιστον το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου β. Παρέλευση είκοσι(20) τουλάχιστον ημερών από την υποβολή της παραπάνω αίτησης, χωρίς ο ή οι διαχειριστές να συγκαλέσουν την συνέλευση των εταίρων.
2. ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: To Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία έχει την έδρα της η εταιρία, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ.
[b]3. ΑΙΤΩΝ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΙΤΗΜΑ ΑΙΤΗΣΕΩΣ:[/b] Αιτών ή αιτούντες είναι αυτοί που εκπροσωπούντο ένα εικοστό (1/20) του εταιρικού κεφαλαίου. Στην αίτηση πρέπει να γίνεται αναφορά στην άρνηση των διαχειριστών να συγκαλέσουν τη συνέλευση των εταίρων, συνοπτική έκθεση για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης της συνέλευσης και αίτημα για χορήγηση άδειας από το Δικαστήριο για σύγκληση της γενικής συνέλευσης από τους αιτούντες εταίρους.
4. ΕΠΙΔΟΣΗ: Όπως ορίσει ο Δικαστής.
5. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ: Όπως ορίσει ο Δικαστής.
ΕΞΟΔΟΣ ΕΤΑΙΡΟΥ ΑΠΟ Ε.Π.Ε.
1. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: α. Ύπαρξη σπουδαίου λόγου (π.χ δυσμενής πορεία των εταιρικών υποθέσεων, μη
αποδοτικότητα της επιχείρησης, κακοδιαχείριση και κακοδιοίκηση, αδυναμία επίτευξης του κατά το καταστατικό εταιρικού σκοπού). β. Η ύπαρξη του σπουδαίου λόγου να αποτελεί το έσχατο μέσο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Πρέπει να αποφεύγεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εξόδου από τους εταίρους.
2. ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: To Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας στην οποία έχει την έδρα της η εταιρία, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των 686 Κ.Πολ.Δ.
3. ΑΙΤΩΝ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΙΤΗΣΗΣ: Αιτών ή αιτούντες είναι ο ή οι εταίροι της Ε.Π.Ε, που επιθυμούν την έξοδό τους από την εταιρεία. Στην αίτηση πρέπει να μνημονεύονται με σαφήνεια οι σημαντικοί λόγοι για τους οποίους ζητεί την έξοδό του καθώς και προσδιορισμός της αξίας της εταιρικής του ή εταιρικής τους μερίδας.
4. ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ. Η αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω, στο κτίριο πέντε (5), στο γραφείο 101. Στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, κατατίθεται στον πέμπτο (5ο) όροφο, στο γραφείο 514.
5. ΕΠΙΔΟΣΗ: Η αίτηση επιδίδεται στο νομικό πρόσωπο της εταιρείας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο Δικαστής.
6. ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Η φύση της σχετικής απόφασης είναι διαπλαστική και τα αποτελέσματα της επέρχονται από της τελεσιδικίας της.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Με την παραπάνω απόφαση προσδιορίζεται πάντοτε και η αξία της μερίδας του εξερχόμενου εταίρου.
7. ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ: Κατά της αποφάσεως που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση για έξοδο εταίρου από Ε.Π.Ε χωρεί το ένδικο μέσο της εφέσεως. Έφεση χωρεί και για το κεφάλαιο της αποφάσεως, που προσδιόρισε την αξία της εταιρικής μερίδας του ή των εταίρων (ΟλΑΠ 754/1986, ΕπΕμπΔ 1987, σελ. 74). Η έφεση κατατίθεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (κτίριο 3, 1ος όροφος, γραφείο 101), απευθύνεται στο Εφετείο Αθηνών και προσδιορίζεται στον 5ο όροφο, στο γραφείο 115, στην αντίστοιχη θυρίδα. Στον Πρωτοδικείο Πειραιώς, κατατίθεται στον πέμπτο (5ο) όροφο, στο γραφείο 516
8. ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ, ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ. Επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης επιδίδεται με την επιμέλεια του ή των αιτούντων στην καθ’ ής εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως, η οποία κάνει δεκτή την αίτηση για την έξοδο εταίρου από Ε.Π.Ε., επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως προσκομίζεται για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών (εφόσον πρόκειται για εταιρεία που έχει έδρα την Αθήνα) και στο Ταμείο Νομικών. Ακολούθως, η ίδια απόφαση δημοσιεύεται στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών (Κτίριο 7, γραφείο 101) και περίληψή της στο ΦΕΚ Ανωνύμων εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης.
Μαζί με το επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης που διατάσσει τη έξοδο εταίρου από Ε.Π.Ε, πρέπει να προσκομίζεται η έκθεση επιδόσεως αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, που αποδεικνύει την επίδοσή της, καθώς και πιστοποιητικό, από το οποίο αποδεικνύεται ότι δεν έχουν ασκηθεί κατ’ αυτής ένδικα μέσα (Κτίριο τρία (3), γραφείο 101). Σε περίπτωση άσκησης έφεσης, προσκομίζεται επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης του Εφετείου, με την οποία είτε απορρίπτεται η έφεση κατά της απόφασης που εδέχθη την αίτηση για την έξοδο εταίρου, είτε γίνεται δεκτή η έφεση κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση για την έξοδο εταίρου. Στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, το πιστοποιητικό τελεσιδικίας λαμβάνεται στον πέμπτο (5ο) όροφο, στο γραφείο 516 Η πρωτόδικη ή η εφετειακή απόφαση, κατά τ’ ανωτέρω αναφερόμενα, κατατίθενται στον πέμπτο (5ο) όροφο, στο γραφείο 525.
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΤΩΧΟΥ
(Α.Ν 637/1937 "περί διατάξεων τινών του πτωχευτικού δικαίου").
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: To Μονομελές Πρωτοδικείο.
Η αποκατάσταση του πτωχού μπορεί να επιτευχθεί εφόσον συντρέχει μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Εάν έχει παρέλθει δεκαετία από την κήρυξη της πτωχεύσεως, άσχετα εάν επήλθε πτωχευτικός συμβιβασμός ή εξακολουθεί να υπάρχει ένωση πιστωτών. Κατά την κρατούσα άποψη η αποκατάσταση λόγω παρόδου δεκαετίας ισχύει μόνο για φυσικά πρόσωπα και όχι για εταιρείες που έχουν πτωχεύσει, οι οποίες αποκαθίστανται μόνο εάν συντρέχει μία από τις επόμενες (υπό στοιχεία β και γ προϋποθέσεις).
β. Εάν επικυρώθηκε τελεσίδικα ο πτωχευτικός συμβιβασμός και
γ. Εάν εξοφλήθηκαν όλοι οι πιστωτές κατά το κεφάλαιο και τους τόκους μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως.
Η αποκατάσταση προσωπικής εταιρείας (ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης) που έχει πτωχεύσει, δεν συνεπάγεται και την αποκατάσταση των συμπτωχευσάντων ομορρύθμων εταίρων. Οι τελευταίοι πρέπει να καταθέσουν αυτοτελή, επ’ ονόματί τους, αίτηση για την αποκατάστασή τους.
Η αίτηση για την αποκατάσταση στρέφεται κατά του συνδίκου της πτωχεύσεως, ο οποίος πρέπει να κλητευθεί, με την επιμέλεια του αιτούντος, προκειμένου να παραστεί κατά τη συζήτηση της αιτήσεως.
Η αίτηση κατατίθεται από τον πτωχό ή τους κληρονόμους του ή έστω και έναν απ’ αυτούς, κατά τα ανωτέρω. Περίληψη της αιτήσεως για αποκατάσταση πρέπει να δημοσιευθεί στο δελτίο δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών τριάντα (30), τουλάχιστον, ημέρες πριν από τη συζήτηση της αιτήσεως, αλλιώς η συζήτηση της αιτήσεως κηρύσσεται απαράδεκτη. Δεν απαιτείται η κλήτευση των πιστωτών.
ΠΡΟΣΑΓΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ: To τεύχος του δελτίου δημοσιεύσεων του Τ.Ν, στο οποίο έχει δημοσιευθεί η περίληψη της αιτήσεως. Επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως που κήρυξε την πτώχευση. Σε περίπτωση πτωχευτικού συμβιβασμού, επικυρωμένο αντίγραφο της αποφάσεως που τον επικυρώνει και πιστοποιητικό τελεσιδικίας της.
Σε περίπτωση εξόφλησης των πιστωτών, τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η εξόφληση των πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους τόκους μέχρι την κήρυξη της πτωχεύσεως. Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου του αιτούντος, από το οποίο ν’ αποδεικνύεται ότι ο αιτών δεν έχει καταδικασθεί για απλή ή δόλια χρεωκοπία. Πιστοποιητικό της Εισαγγελίας Πρωτοδικών του τόπου κατοικίας του αιτούντος, από το οποίο ν’ αποδεικνύεται ότι κατά του αιτούντος δεν εκκρεμεί κατηγορία για δόλια ή απλή χρεωκοπία.
Εξυπακούεται ότι σε περίπτωση που αιτούσα την αποκατάσταση είναι πτωχεύσασα εταιρεία, τα άνω πιστοποιητικό ποινικού μητρώου και πιστοποιητικό μη διώξεως για δόλια ή απλή χρεωκοπία πρέπει ν’ αφορούν τους νομίμους εκπροσώπους της.
ΑΠΟΦΑΣΗ: To Δικαστήριο υποχρεούται να κηρύξει την αποκατάσταση στην περίπτωση που ο αιτών (πτωχεύσας) δεν καταδικάσθηκε για δόλια ή απλή χρεωκοπία και δεν εκδόθηκε τελεσίδικο βούλευμα που τον παραπέμπει να δικασθεί για τα αδικήματα της δόλιας ή απλής χρεωκοπίας. Σε περίπτωση που αιτούσα είναι πτωχεύσασα εταιρεία, εφόσον οι νόμιμοι εκπρόσωποί της δεν καταδικάσθηκαν και δεν παραπέμφθηκαν με τελεσίδικο βούλευμα για τα παραπάνω αδικήματα.
To Δικαστήριο υποχρεούται να μη κηρύξει την αποκατάσταση στην περίπτωση που ο αιτών (πτωχεύσας) καταδικάσθηκε για δόλια χρεωκοπία και δεν επήλθε η ποινική του αποκατάσταση (άρθρο 15 παρ. 1 ν. 635/1937). Σε περίπτωση που αιτούσα είναι πτωχεύσασα εταιρεία, εφόσον οι νόμιμοι εκπρόσωποί της καταδικάσθηκαν για το αδίκημα της δόλιας χρεωκοπίας. Σε περίπτωση που ο πτωχεύσας έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για δόλια χρεωκοπία, αναστέλλεται η εκδίκαση της αίτησης αποκατάστασης.
To Δικαστήριο μπορεί να κηρύξει την αποκατάσταση στην περίπτωση που ο αιτών (πτωχεύσας) καταδικάσθηκε για απλή χρεωκοπία και σε περίπτωση που αιτούσα είναι πτωχεύσασα εταιρεία, εφόσον οι νόμιμοι εκπρόσωποί της καταδικάσθηκαν για το παραπάνω αδίκημα. Σε περίπτωση που ο πτωχεύσας έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα για το αδίκημα της απλής χρεωκοπίας, το Δικαστήριο δύναται είτε ν’ αναστείλει την εκδίκαση της υπόθεση είτε να κηρύξει την αποκατάσταση.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: Η απόφαση που δέχεται την αίτηση αποκατάστασης (όχι η απόφαση που την απορρίπτει), δημοσιεύεται στο δελτίο δημοσιεύσεως του Ταμείου Νομικών. Ο αποκατασταθείς πτωχός διαγράφεται από το μητρώο των πτωχευσάντων με σημείωση του εισηγητή της πτώχευσης, η οποία καταχωρείται στο περιθώριο του μητρώου.
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ:
ΕΦΕΣΗ: Κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί της αιτήσεως αποκαταστάσεως χωρεί έφεση, η οποία απευθύνεται ενώπιον του Εφετείου, το οποίο, επίσης, δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως έχει κάθε διάδικος που παρέστη στην πρωτόδικη δίκη, είτε ως κύριος διάδικος είτε ως παρεμβαίνων. Η προθεσμία της εφέσεως κατά της αποφάσεως που δέχεται την αίτηση αποκατάστασης είναι τριάντα (30) ημέρες από την δημοσίευσή της στο δελτίο δημοσιεύσεως του Ταμείου Νομικών, ενώ στην περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση αποκατάστασης, η προθεσμία της εφέσεως είναι τριάντα (30) ημέρες από τη νόμιμη επίδοση της αποφάσεως κατά τις γενικές διατάξεις.
ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ: Κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί αιτήσεως αποκαταστάσεως μπορεί ν’ ασκηθεί τριτανακοπή από καθένα που έχει έννομο συμφέρον (π.χ. πιστωτή), ο οποίος δεν συμμετείχε ή δεν προσκλήθηκε στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Η τριτανακοπή ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και επίδοση αυτού. Απευθύνεται στο ίδιο Δικαστήριο και εναντίον όλων των διαδίκων. Για την εκδίκασή της ακολουθείται η ίδια διαδικασία που ακολουθείται και για τη συζήτηση της αίτησης αποκατάστασης. Κατά μία άποψη δεν υπάρχει προθεσμία για την άσκηση τριτανακοπής (Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα), ενώ κατ’ άλλη άποψη η προθεσμία είναι τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης που δέχεται την αίτηση αποκατάστασης στο δελτίο δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών (Κ.Ν Ρόκα, Πτωχευτικόν Δίκαιον, Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικόν Δίκαιον). Τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί και από εκείνον που δεν κλητεύθηκε ή δεν συμμετείχε στην ενώπιον του Εφετείου δίκη, οπότε η σχετική αίτηση απευθύνεται και κατατίθεται στο Εφετείο.
ΥΠΟΒΟΛΗ ΝΕΑΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ. Ο πτωχός του οποίου η αίτηση αποκατάστασης απερρίφθη έχει δικαίωμα ν’ υποβάλει νέα αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου μετά πάροδο ενός (1) έτους από της απορρίψεως (Κ.Ν Ρόκα, Πτωχευτικόν Δίκαιον). To ίδιο Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο και στην περίπτωση που η απόρριψη της αιτήσεως αποκαταστάσεως, έγινε από το Εφετείο κατόπιν ασκήσεως εφέσεως.
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΙΔΕΙΞΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
(άρθρο 902 Α.Κ).
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: To Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται η κατοικία του κατόχου (καθ’ ού ή αίτηση) ή το προς επίδειξη έγγραφο.
Η αίτηση κατατίθεται κατά τ’ ανωτέρω. Δικαίωμα για την υποβολή της αίτησης έχει καθένας που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση εγγράφου, το οποίο ευρίσκεται στην κατοχή άλλου, εάν το έγγραφο αυτό έχει συνταχθεί προς το συμφέρον του αιτούντος ή πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, οι οποίες έχουν διεξαχθεί για μία τέτοια έννομη σχέση είτε με αυτόν είτε με άλλον προς το συμφέρον του. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο κάτοχος του εγγράφου ν’ αρνείται την επίδειξή του ή την παροχή αντιγράφου του. Έχει κριθεί ότι έννομο συμφέρον έχουν (ενδεικτικά): Ο μέτοχος ανωνύμου εταιρείας και ο εταίρος Ε.Π.Ε για τα έγγραφα των εταιρειών. Ο συνιδιοκτήτης από τον διαχειριστή πολυκατοικίας για τη λήψη αντιγράφων των πρακτικών της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών. Ο αφανής εταίρος για έγγραφα που αφορούν τη λειτουργία της αφανούς εταιρείας κ.λ.π.
Η αίτηση, εκτός των άλλων, πρέπει ν’ αναγράφει τα πλήρη στοιχεία του προς επίδειξη εγγράφου, προκειμένου να κριθεί εάν αυτό είναι ουσιώδες για την απόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος, άλλως απορρίπτεται ως αόριστη. Έχει κριθεί ότι όταν η αίτηση αφορά την επίδειξη εμπορικών βιβλίων (άρθρα 14-17 του ΕμπΝ), πρέπει να αναφέρονται ειδικά τα εμπορικά βιβλία που αφορά, να προσδιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο το σημείο τους, το οποίο είναι χρήσιμο για την απόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος και να εκθέτει το περιεχόμενο του τμήματος αυτού καθώς και να αναφέρεται η συγκεκριμένη σελίδα τους (ΑΠ 508/1993, ΕλΔνη 35,1299, ΕφΘεσ 1150/2001, αδημοσ., ΕφΘεσ 5720/1996, ΕλΔνη 38, 892, ΕφΑθ 1741/1994, ΕλΔνη 36, 1261, ΕφΑθ 14698/1988 ΕλΔνη 36, 1261, ΕφΑθ 11203/1986, ΕλΔνη 11203/1986, ΕλΔνη 29, 141).
Σύμφωνα με τα άρθρα 450, 451, 452 Κ.Πολ.Δ, το αίτημα επίδειξης εγγράφων μπορεί να υποβληθεί και στα πλαίσια εκκρεμούς δίκης, με την άσκηση παρεμπίπτουσας αγωγής ή και με τις κατατεθείσες προτάσεις. Στην περίπτωση που ζητείται η επίδειξη εγγράφων με την κατάθεση προτάσεων, το σχετικό αίτημα πρέπει να αναπτυχθεί και προφορικά κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ώστε να καταχωρηθεί στα πρακτικά της δίκης.
Η εκτέλεση της απόφασης γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 452 παρ. 1, 941, 945, 946 Κ.Πολ.Δ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όταν ο καθ’ ού η αίτηση είναι νομικό πρόσωπο (εταιρεία, σωματείο κ.λ,π), αυτή πρέπει να στρέφεται και κατά του νομίμου εκπροσώπου του (διαχειριστή, προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου), προκειμένου ν’ απειληθούν εναντίον του οι ποινές που ο νόμος προβλέπει (χρηματική ποινή, προσωπική κράτηση), ώστε να είναι περισσότερο ευχερής και αποτελεσματική η εκτέλεση της αποφάσεως.
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΘΕΣΗ ΑΚΙΝΗΤΟΥ Ή ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ (άρθρ. 1034 επ. Κ.Πολ.Δ.)
Κατ’ άρθρο 1034 Κ.Πολ.Δ ο δανειστής, προκειμένου να ικανοποιήσει χρηματική του αξίωση, μπορεί να επιβάλλει αναγκαστική διαχείριση είτε σε ακίνητο είτε σε επιχείρηση του οφειλέτη. Η αίτηση κατατίθεται κατά τα’ ανωτέρω και τηρούνται οι σχετικές με το πινάκιο διατάξεις του άρθρου 226 Κ.Πολ.Δ. To σημείωμα κατατίθεται στην έδρα ή μέσα στην προθεσμία που θα ορίσει ο Δικαστής. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο δανειστής να έχει εκτελεστό τίτλο και να έχει επιδώσει στον οφειλέτη επικυρωμένο αντίγραφο από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της απόφασης που του επιδικάζει την χρηματική αξίωση με επιταγή προς πληρωμή. Η αναγκαστική διαχείριση αποτελεί μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση του δανειστή. Η σχετική δίκη αποτελεί δίκη περί την εκτέλεση και έχει εφαρμογή το άρθρο 937 Κ.Πολ.Δ (παρέμβαση - ένδικα μέσα). Έτσι, έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 1035 Κ.Πολ.Δ, αναγκαστική διαχείριση δεν επιβάλλεται για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
1. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι από τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχείρησης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα σε λογικό διάστημα η απαίτηση του δανειστή.
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το ποσό της απαίτησης δεν δικαιολογεί να τεθεί το ακίνητο ή η επιχείρηση σε αναγκαστική διαχείριση
3. Αν πρόκειται για μικρή επιχείρηση ή ακίνητο μικρής αξίας και το δικαστήριο κρίνει ότι θα ήταν ασύμφορη η αναγκαστική διαχείριση και
4. Αν πρόκειται για επιχείρηση και το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι για να μην τεθεί η επιχείρηση σε αναγκαστική διαχείριση.
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ: Κατά της απόφασης που διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση ή απορρίπτει την αίτηση για αναγκαστική διαχείριση προβλέπεται η άσκηση εφέσεως προ πάσης επιδόσεως και μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η έφεση κατατίθεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που εξέδωσε την απόφαση. Απευθύνεται στο αρμόδιο Εφετείο. Κατά της εφετειακής αποφάσεως επιτρέπεται η άσκηση αναιρέσεως, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 937 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1034 παρ. 3 εδ. β, προβλέπεται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που διατάσσει αναγκαστική διαχείριση, εφαρμοζομένου του άρθρου 912 Κ.Πολ.Δ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η νομότυπη άσκηση εφέσεως. Η αίτηση κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (Μονομελές Πρωτοδικείο) και ακολουθείται η συνήθης διαδικασία για την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, που αναφέρεται ανωτέρω.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ: Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης για αναγκαστική διαχείριση ακινήτου ή επιχείρησης διορίζεται και αναγκαστικός διαχειριστής, ο οποίος επιλέγεται από το Δικαστήριο. Ο αιτών δικαιούται να προτείνει συγκεκριμένο πρόσωπο για τα καθήκοντα του διαχειριστή. Η διαχείριση δεν έχει χρονική διάρκεια, αφού δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων ο χρόνος που απαιτείται για την πραγμάτωση του σκοπού της.
Η επιβολή της αναγκαστικής διαχείρισης γίνεται με επίδοση στον οφειλέτη (καθ’ ού η εκτέλεση) επικυρωμένου αντιγράφου της απόφασης που την διατάσσει.
Κατ’ άρθρο 1036 Κ.Πολ.Δ, με επιμέλεια του δανειστή η απόφαση που διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση εγγράφεται, εάν μεν αφορά ακίνητο, στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας όπου ευρίσκεται το ακίνητο, εάν δε αφορά επιχείρηση, σε ειδικό βιβλίο που το τηρεί η γραμματεία του Πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται η έδρα της υπό αναγκαστικής διαχείρισης τεθείσας επιχείρησης (Πρωτοδικείο Αθηνών, Κτίριο 5 Γραφείο 101, Πρωτοδικείο Πειραιώς, 5ος όροφος, Γραφείο 514). Η εγγραφή της αναγκαστικής διαχείρισης δεν εμποδίζει τη διάθεση του ακινήτου ή της επιχείρησης, πλην όμως η αναγκαστική διαχείριση εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τη διάθεση. Αν κατασχέθηκαν το ακίνητο ή τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, παύει η αναγκαστική διαχείριση. To ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που ο οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί η εξάλειψη της εγγραφής της (άρθρο 1036 παρ. 3, εδ. 3 Κ.Πολ.Δ). Με την απόφαση που διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση, διορίζεται και διαχειριστής του ακινήτου ή της επιχείρησης. Ο διαχειριστής πρέπει να είναι πρόσωπο κατάλληλο και προτιμώνται όσοι ασκούν το ίδιο ή συναφές επάγγελμα ή έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις ή πείρα. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί και ο οφειλέτης, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό συμφέρει στην εκμετάλλευση του ακινήτου ή τη λειτουργία της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή διορίζεται συνάμα και επόπτης του διαχειριστή. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί και ένας από τους δανειστές. Αν ένας αξιόχρεος δανειστής προτείνει για διαχειριστή ή επόπτη ορισμένο πρόσωπο και δηλώνει ταυτόχρονα ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, προτιμάται το πρόσωπο που αυτός προτείνει, κατά τη κρίση του δικαστηρίου. Τόσο ο διαχειριστής όσο και ο επόπτης, που διορίστηκαν οφείλουν μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών αφότου τους επιδοθεί η απόφαση να δηλώσουν στον αιτηθέντα την αναγκαστική διαχείριση εάν δέχονται το διορισμό τους, αλλιώς θεωρείται ότι τον αποποιήθηκαν (άρθρο 1037 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Όπως προελέχθη, η απόφαση που διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση κοινοποιείται με επιμέλεια του δανειστή που την ζήτησε στον οφειλέτη, στον διαχειριστή, στον τυχόν επόπτη που διορίστηκε και στους ενυπόθηκους δανειστές. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί να συμμορφωθεί με την απόφαση, αυτή εκτελείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 947 Κ.Πολ.Δ. Αφ’ ότου η περί αναγκαστικής διαχείρισης απόφαση κοινοποιηθεί στον οφειλέτη, αυτός στερείται της διαχείρισης του ακινήτου ή της επιχείρησης. Ώσπου να αναλάβει τα καθήκοντά του ο διαχειριστής, καθήκοντα διαχειριστή, ασκεί προσωρινά ο οφειλέτης και έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει στο διαχειριστή. Σε περίπτωση που στο ακίνητο ή στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης επιβληθεί συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση, μεσεγγυούχος είναι ο διαχειριστής (άρθρο 1038 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Ο διαχειριστής ενεργεί όλες τις πράξεις που είναι ενδεδειγμένες για την τακτική και επωφελή οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου ή της επιχείρησης και οφείλει να διατηρεί το ακίνητο ή την επιχείρηση σε καλή κατάσταση και να αποφεύγει πράξεις που βλάπτουν την οικονομική τους κατάσταση. Ο διαχειριστής, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του, ειδοποιεί με έγγραφο τους οφειλέτες εκείνου κατά του οποίου έχει επιβληθεί η αναγκαστική διαχείριση και εκείνους που συναλλάσσονται με την επιχείρηση, ότι ανέλαβε τη διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης και πρέπει σ’ αυτόν να καταβάλουν στο εξής τις οφειλές τους και μαζί του να συναλλάσσονται. Ο διαχειριστής ενεργεί κάθε δικαιοπραξία ή πράξη για να πετύχει ο σκοπός της διαχείρισης και έχει το δικαίωμα, για να συνεχιστούν οι εργασίες της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης του ακινήτου, να συνάπτει δάνεια και να παρέχει ενέχυρο στις πρώτες ύλες στα προϊόντα της επιχείρησης. Για κάθε έννομη σχέση, που αφορά τη διαχείριση, και αν ακόμη η σχέση αυτή γεννήθηκε πριν από τη διαχείριση, στο δικαστήριο παρίσταται ο διαχειριστής. Οι διατάξεις των άρθρων 997 Α.Κ (προστασία κατόχου) και 956 παρ. 6 Κ.Πολ.Δ εφαρμόζονται και σ’ αυτή την περίπτωση. Ο διαχειριστής δεν μπορεί χωρίς την άδεια του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου, η οποία παρέχεται δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ Κ.Πολ.Δ), να καταρτίζει δικαιοπραξίες με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους (άρθρο 1039 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). To Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά την ίδια διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ορίζει τη μηνιαία αποζημίωση του διαχειριστή και του επόπτη (άρθρο 1041 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Αν ο οφειλέτης δεν έχει τα μέσα για τη διατροφή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά την ίδια διαδικασία, ορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να του καταβάλλεται μηνιαίως για τα απαραίτητα έξοδα της διατροφής του και τα έξοδα της οικογένειάς του (άρθρο 1041 παρ. 2, εδ. 1 Κ.Πολ.Δ). Αν ο οφειλέτης κατοικεί μέσα στο ακίνητο, έχει το δικαίωμα να συνεχίσει να κατοικεί εκεί και μετά την επιβολή της αναγκαστικής διαχείρισης (άρθρο 1041 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Όμως, στην περίπτωση που διαχειριστής έχει οριστεί ο οφειλέτης, δεν δικαιούται μηνιαίας αποζημίωσης (άρθρο 1041 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Ο διαχειριστής από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχείρησης καταβάλλει τις αποδοχές του προσωπικού, τους τακτικούς φόρους και τις εισφορές σε ασφαλιστικούς οργανισμούς που γίνονται απαιτητοί αφότου αρχίσει η αναγκαστική διαχείριση, εξοφλεί τα δάνεια που πήρε και γενικά καταβάλλει όλα τα έξοδα που χρειάζονται για την εκμετάλλευση του ακινήτου ή τη λειτουργία της επιχείρησης (άρθρο 1042 Κ.Πολ.Δ). To υπόλοιπο που απομένει, αφού αφαιρεθούντα ανωτέρω καταβλητέα έξοδα, ο δανειστής το καταβάλλει στο δανειστή μέχρις ότου ικανοποιηθεί η απαίτησή του (άρθρο 1043 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές εκτός από εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση, αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση, η οποία επιδίδεται στον διαχειριστή και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση (οφειλέτη) (άρθρο 1043 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Αν αναγγέλθηκαν δανειστές, ο διαχειριστής κάθε τρίμηνο συντάσσει πίνακα διανομής και με βάση αυτόν πληρώνει εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν.
Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 Κ.Πολ.Δ. Για την κατάταξη των απαιτήσεων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ (γενικά προνόμια), αντί της ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται υπόψη η ημέρα κατά την οποία άρχισε η αναγκαστική διαχείριση (άρθρο 1043 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Μέσα σε δέκα (10) ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας διανομής ο διαχειριστής καλεί εγγράφως τον οφειλέτη και τους δανειστές προκειμένου να λάβουν γνώση του πίνακα (άρθρο 1043 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Κατά της αναγγελίας δανειστή, καθώς και κατά του πίνακα διανομής, ο οφειλέτης και κάθε δανειστής, ο οποίος έχει αναγγελθεί μπορεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες αφότου περάσει η προθεσμία του άρθρου 1043 παρ. 4 να ασκήσει αντιρρήσεις στο αρμόδιο, κατ’ άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ δικαστήριο. Η άσκηση αντιρρήσεων κατά αναγγελίας ή κατά του πίνακα διανομής, αναστέλλει την καταβολή στο δανειστή κατά του οποίου στρέφονται οι αντιρρήσεις, μέχρις ότου γίνει τελεσίδικη η απόφαση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση που παρέλθει η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 1044 Κ.Πολ.Δ και δεν ασκηθούν αντιρρήσεις ο διαχειριστής καταβάλλει στους δανειστές με βάση τον πίνακα διανομής (άρθρο 1044 παρ. 1, 2 Κ.Πολ.Δ). Ο διαχειριστής οφείλει να υποβάλλει κάθε έτος, καθώς και όταν περατωθεί η διαχείριση, έγγραφη λογοδοσία στον οφειλέτη, στον αιτηθέντα την αναγκαστική διαχείριση δανειστή και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν (άρθρο 1045 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Ο επόπτης του διαχειριστή επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαχείριση και έχει δικαίωμα να εξετάζει τα βιβλία και τους λογαριασμούς της διαχείρισης και να ενημερώνεται για τη γενική κατάσταση της διαχείρισης (άρθρο 1045 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Σε κάθε περίπτωση που το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 1040 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ (Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), επιλύει διαφορά σχετική με την αναγκαστική διαχείριση, καλείται και ο επόπτης. Ο διαχειριστής και επόπτης είναι υπεύθυνοι να αποζημιώσουν τον οφειλέτη και τους δανειστές κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 1045 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Η προαναφερόμενη ευθύνη του επόπτη και του διαχειριστή μπορεί να στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρο 914 Α.Κ), αλλά και στις περί ευθύνης του εντολοδόχου από κάθε πταίσμα (άρθρο 714 Α.Κ). Στην περίπτωση του άρθρου 1037 παρ. 3 εδ. β’, η ευθύνη του δανειστή που πρότεινε τον διαχειριστή ή τον επόπτη είναι σωρευτική (άρθρο 1045 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ). Η αναγκαστική διαχείριση παύει με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου ευρίσκεται το ακίνητο ή έχει την έδρα της η επιχείρηση του οφειλέτη, το οποίο δικάζει κατά την ίδια διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, του δανειστή ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Ως λόγους παύσης της αναγκαστικής διαχείρισης προβλέπονται οι ακόλουθοι:
α. Αν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις εκείνου που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν ή αν αυτοί, με έγγραφη δήλωσή τους προς τον οφειλέτη παραιτήθηκαν από την αναγκαστική διαχείριση
β. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η εξακολούθηση της αναγκαστικής διαχείρισης δεν είναι ενδεδειγμένη ή ζημιώνει τα συμφέροντα του οφειλέτη
γ. Αν ο δανειστής που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση δεν φρόντισε, μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα αφότου επιδόθηκε στον οφειλέτη η απόφαση που διατάσσει την αναγκαστική διαχείριση, να αναλάβει τα καθήκοντά του ως διαχειριστής ή ως επόπτης. Αφότου, με βάση την τελεσίδικη απόφαση, εξαλειφθεί η εγγραφή στα ειδικά βιβλία, σύμφωνα με το άρθρο 1036 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, παύει η αναγκαστική διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης (άρθρο 1046 Κ.Πολ.Δ).
ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ Ή ΕΠΟΠΤΗ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1040 Κ.Πολ.Δ, όταν το ζητήσει ο οφειλέτης ή κάποιος από τους δανειστές, ο διαχειριστής ή ο επόπτης, το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δ, μπορεί να αντικαταστήσει το διαχειριστή ή τον επόπτη. Κάθε διαφορά σχετική με τη διαχείριση επιλύεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αν το ζητήσει ο διαχειριστής ή ο επόπτης ή ο οφειλέτης ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. To δικαστήριο μπορεί να ορίζει τον τρόπο που γίνεται η διαχείριση και να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο γι’ αυτήν. Ως λόγοι για την αντικατάσταση μπορούν να προταθούν οποιοιδήποτε που αφορούν στο πρόσωπο του διαχειριστή ή επόπτη καθώς και στον
τρόπο της διαχείρισης.
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΕΣΕΓΓΥΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 725 επ. ΚΠολΔ.
Σύμφωνα με το άρθρο 725 ΚΠολΔ, η δικαστική μεσεγγύηση κινητών ή ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης εάν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, την νομή ή κατοχή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετικά με αυτά ή αν κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου μπορεί να ζητηθεί η μεσεγγύηση, μπορεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο (άρθρο 725 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Επίσης, μπορεί να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση εμπορικών ή επαγγελματικών βιβλίων, εγγράφων και κάθε άλλου πράγματος, αν ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητήσει την επίδειξή τους κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 725 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ). Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και σε κάθε περίπτωση αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου, είναι η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης και επικειμένου κινδύνου, όπως επί απειλής, απώλειας, καταστροφής ή εκποιήσεως κινητού πράγματος ή πιθανολόγησης χειροτερεύσεως ακινήτου ή απώλειας των φυσικών του καρπών. Με την αίτηση δικαστικής μεσεγγύησης επιδιώκεται η νομική και υλική δέσμευση του διεκδικουμένου αντικειμένου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η μελλοντική άμεση εκτέλεση της πιθανολογούμενης υποχρεώσεως παροχής, στην περίπτωση υπάρξεως εκτελεστού τίτλου. Στην αίτηση πρέπει επακριβώς να περιγράφονται τα πράγματα, των οποίων ζητείται η δικαστική μεσεγγύηση, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία ως προς αυτά καθώς και όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται κατά νόμον η αξίωση του αιτούντος επ’ αυτών. Στην αίτηση μπορεί να ζητηθεί να διορισθεί ως μεσεγγυούχος συγκεκριμένο πρόσωπο.
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ. Καθ’ ύλην αρμόδιο είναι το γενικά καθ’ ύλην αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα δικαστήριο (άρθρα 684, 683 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα ορίζεται από τις γενικές διατάξεις (άρθρα 22-44, 48-51 ΚΠολΔ) καθώς και την ειδική διάταξη του άρθρου 683 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ. Είναι δυνατή η έκδοση προσωρινής διαταγής για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος του αιτούντος επί του πράγματος, η οποία θα ισχύσει μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως. Γι’ αυτήν ισχύουν όσα αναφέρουμε ανωτέρω.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ. Ισχύουν όσα αναφέρουμε ανωτέρω.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση μεσεγγυήσεως και διορίζει μεσεγγυούχο εκτελείται με επίδοση κεκυρωμένου αντιγράφου ή αποσπάσματός της στον καθ’ ου οφειλέτη (εάν αυτός έχει διορισθεί μεσεγγυούχος) και καταγραφής του πράγματος από τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση, όπως ορίζει ο νόμος. Εάν ο καθ’ ου δεν είναι παρών κατά την σύνταξη της παραπάνω εκθέσεως, ο δικαστικός επιμελητής τον ειδοποιεί εγγράφως εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από της εκτελέσεως, εάν ο καθ’ ού έχει την κατοικία του στον τόπο της εκτελέσεως, αλλιώς τον τυχόν τρίτο ορισθέντα φύλακα των υπό μεσεγγύηση πραγμάτων, ο οποίος υποχρεούται να ειδοποιήσει τον καθ’ ού. Εάν διορισθεί ως μεσεγγυούχος άλλο πρόσωπο, πλην του καθ’ ού, τότε εκτός της επιδόσεως στον καθ’ ου κατά τα ανωτέρω, πρέπει η απόφαση να επιδοθεί και στον ορισθέντα μεσεγγυούχο. Εάν η διαταχθείσα δικαστική μεσεγγύηση αφορά ακίνητο, πρέπει να εγγραφεί στο βιβλίο κατασχέσεων της περιφέρειας, όπου ευρίσκεται το ακίνητο.
Μετά την εκτέλεση της αποφάσεως που διέταξε την δικαστική μεσεγγύηση, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του επισπεύδοντος την εκτέλεση η διάθεση των πραγμάτων που έχουν τεθεί υπό μεσσεγγύηση.
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ. Δεν χωρούν ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως που διατάσσει δικαστική μεσεγγύηση. Επιτρέπεται μόνον η ανάκληση ή η μεταρρύθμισή της, όπως ορίζει ο νόμος για κάθε υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 696 επ. ΚΠολΔ).
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΤΟΧΟΥ Ή ΝΟΜΕΑ ΑΠΟ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΘΕΝ ΑΚΙΝΗΤΟ (ΚΑΤΑ TO ΑΡΘΡΟ 4 παρ. 1 εδ. β του ν. 1772/1988)
ΓΕΝΙΚΑ: Με τη μεταγραφή της πράξης εφαρμογής επέρχονται όλες οι αναφερόμενες στη πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες, εκτός από αυτές που οφείλεται αποζημίωση και για την συντέλεση των οποίων πρέπει να ολοκληρωθούν οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Σε περίπτωση που ο κάτοχος ή ο νομέας αρνείται να παραδώσει το ακίνητο που του αφαιρείται με την πράξη εφαρμογής, ο οικείος Ο.Τ.Α, το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ καθώς και κάθε ενδιαφερόμενος δικαιούνται να αξιώσουν την παράδοση του ακινήτου.
ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: To Μονομελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ευρίσκεται το απαλλοτριωθέν ακίνητο.
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: Πρόσκληση του κατόχου ή νομέα με την οποία καλείται μέσα σε προθεσμία 15 ημερών να παραδώσει το ακίνητο. Άρνηση του κατόχου ή νομέα να το παραδώσει στην παραπάνω προθεσμία.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ: To σημείωμα κατατίθεται κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω για τις άλλες υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων.
ΠΡΟΣΑΓΟΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ:
α. Η κοινή υπουργική απόφαση και η πράξη εφαρμογής με το πιστοποιητικό μεταγραφής της από το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.
β. Στην περίπτωση που η απαλλοτρίωση έχει κηρυχθεί από Ο.Τ.Α, η πράξη εφαρμογής και η απόφαση του αρμόδιου Νομάρχη, με την οποία αυτή κυρώνεται καθώς και το πιστοποιητικό μεταγραφής της από το αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο.
γ. To παραστατικό από το οποίο αποδεικνύεται η καταβολή της τυχόν οφειλόμενης αποζημίωσης
δ. Η έκθεση επιδόσεως αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, από την οποία αποδεικνύεται η πρόσκληση του ενδιαφερομένου να παραδώσει το ακίνητο και η πάροδος της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών.
Με την απόφαση διατάσσεται η αποβολή του κατόχου ή νομέα του απαλλοτριωθέντος ακινήτου.
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ: Κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί χωρούν ένδικα μέσα (έφεση-αναίρεση) (ΟλΑΠ 21-22/2002, 38/2002, ΑΠ 1401/2003, ΕλλΔνη 45, 1054).
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ME ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΕ ΚΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΞΥ TOY ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΗ
(Α.Ν 1539/1938 "Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων",
όπως τροποποιήθηκε με το Ν.Δ 958/1971).
ΓΕΝΙΚΑ: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του Α.Ν 1539/1938 "περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων" που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Κ.Πολ.Δ (άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 70 παρ. 12 Ν.Δ 958/1971 και 53 του ΕισΝΚΠολΔ, Εισ. Εφ. Αθην. 16/1974 ΕΕΝ 41, 402), όταν μεταξύ των οργάνων του Δημοσίου και ιδιώτου αμφισβητείται η διακατοχή επί ορισμένου κτήματος μπορεί να ζητηθεί η προσωρινή ρύθμιση του θέματος από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών μετά από αίτηση του ιδιώτη ή απλό έγγραφο των οργάνων του Δημοσίου (Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα 1985, σελ. 420, Παν. Θεοδωρόπουλου, Ερμην. Κ.Πολ.Δ σελ. 181 επ.). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΝΔ 31/1968 "Περί προστασίας της περιουσίας των Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων θεμάτων", οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 24του Α.Ν 1539/1938 "Περί προστασίας των Δημοσίων Κτημάτων", όπως αυτές ισχύουν εκάστοτε και οι συναφείς προς αυτές υπέρ του Δημοσίου διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως για την προστασία των κτημάτων τους. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22του Α.Ν 1539/1938 ο Εισαγγελέας αφού λάβει την αίτηση ή το έγγραφο, ενεργεί αμέσως, ει δυνατόν, αυθημερόν επιτόπιο εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω κάποιου ανακριτικού υπαλλήλου και ή διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ή, σε περίπτωση που αμφιβάλλει για τον δικαιούχο σε κατοχή ή αν από αστό ουδεμία επέρχεται σοβαρή βλάβη, δια-τάσσει την απαγόρευση διακατοχικών πράξεως και στους δύο διαδίκους και κάθε τρίτο μέχρις της υπό του δικαστηρίου λύσεως της διαφοράς κατά τα προαναφερόμενα.
Η απόφαση του Εισαγγελέως, που εκδίδεται κατά την παραπάνω ειδική διαδικασία δεν δημιουργεί δεδικασμένο αλλά αποτελεί προσωρινή ρύθμιση της πραγματικής κατάστασης που υπάρχει για την αποφυγή μεταβολής στο επίδικο ακίνητο, μέχρι την οριστική επίλυση της διαφοράς και συνεπώς δεν αποκλείεται διαφορετική ρύθμιση του ζητήματος από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια (Εισαγ. Πρωτ. Ορεοτ. 3/91 ΕλλΔνη 32, σελ. 1545, Π. Θεοδωρόπουλου ΕρμΚΠολΔσελ. 593, Γνωμ. Εισ.Α.Π 37/59 ΝοΒ 8/861, Γνωμ.Εισ.ΑΠ 47/66 ΝοΒ 15/1023, Εισ.Εφ.Πατρών 5/58 ΝοΒ 8/1004, Εισ.Εφ.Αθ. 15/59 Ε.Ε.Ν 36 ΣΕΛ. 358, Εισ.Πρωτ.Αθ. "ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ", 2004, σελ. 212). Έτσι, η δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαοτηρίων για την παροχή εννόμου προστασίας, ούτε αναιρείται ούτε αποκλείεται από τις παραπάνω διατάξεις. Τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια μπορούν ν’ αποφασίσουν και διαφορετικά (Εισ.Πρωτ.Αθ 78/1991, Δ.23, σελ. 354).
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ:
α. Αμφισβήτηση ανάμεσα σε ιδιώτη και το Δημόσιο ή Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης της νομής ή διακατοχής ακινήτου ή συστατικού του (άρθρο 954 αρ. 3 Α.Κ)
β. Ύπαρξη κατεπείγοντος που επιβάλλει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και κίνδυνος από την αναβολή (π.χ αποφυγή συγκρούσεων, έριδων και διαπληκτισμών, πρόληψη μεταβολών της κατάστασης του επιδίκου κ.λ.π), και
γ. Ύπαρξη στο πρόσωπο του αιτούντα δικαιώματος για την άσκηση διακατοχής από εμπράγματο δικαίωμα ή νομής (μη παρανόμου) ή και ενοχικού έστω δικαιώματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Με τον όρο αμφισβήτηση εννοείται η αντιποίηση της νομής, η οποία συνίσταται σε αποβολή και κατάληψη του επιδίκου. Οι παραπάνω διατάξεις δεν εφαρμόζονται όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή των ανωτέρω και νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Εισ.Εφ.Πατρών 10/1991, Δ.23, 352).
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Ύπαρξη εμπράγματου ή έστω ενοχικού δικαιώματος επί του διεκδικούμενου ακινήτου ή των συστατικών αυτού.
ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ: Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών της περιφέρειας στην οποία ευρίσκεται το αμφισβητούμενο ακίνητο.
ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: Στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στο κτίριο δέκα έξι (16), δεύτερος όροφος, γραφείο 217. Στο Πρωτοδικείο Πειραιά, στον 4ο όροφο, στο γραφείο 412.
Προσδιορίζεται με επιμέλεια του Εισαγγελέως Πρωτοδικών.
ΕΠΙΔΟΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ: Η αίτηση επιδίδεται από τον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτησή της (Κωνσταντίνου Α. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπράγματου Δικαίου, 1992, σελ. 230). Όμως ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών μπορεί να ορίσει μικρότερη προθεσμία για τη συζήτησή της και, ακόμη, μπορεί ν’ αποφασίσει και χωρίς την κλήτευση του καθ’ ού. Ειδικότερα, η αίτηση επιδίδεται από τον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτησή της όταν ο καθ’ ού είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ εάν ο καθ’ ού είναι Δήμος ή Κοινότητα, η άνω προθεσμία μπορεί να είναι από 24 ώρες έως 10 ημέρες πριν από την συζήτηση.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΙΤΗΣΗΣ: Τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 117 και 118 Κ.Πολ.Δ, πλέον της ειδικής αναφοράς στο "επείγον" της λήψης μέτρων.
ΑΙΤΗΜΑ: Η αποβολή του καταλαβόντος το επίδικο, η εγκατάσταση του αποβληθέντος ή η καταστροφή των τυχόν έργων που έγιναν από τον αποβλητέο.
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ: Η συζήτηση της αίτησης γίνεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών, στο κτίριο 16 (Εισαγγελία Πρωτοδικών), στην αίθουσα 12, στο ισόγειο. Οι μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο. Τηρούνται πρακτικά, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των εκατέρωθεν μαρτύρων. Στο Πρωτοδικείο Πειραιά, η συζήτηση γίνεται στο γραφείο του Εισαγγελέα Υπηρεσίας την ημέρα της δικασίμου.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ: Η προθεσμία για την κατάθεση του σημειώματος και την προσαγωγή των σχετικών εγγράφων τάσσεται από τον Εισαγγελέα και κατατίθενται στο γραφείο 217 του κτιρίου 16 (Γραμματεία). Στο ίδιο γραφείο υπάρχουν και τα βιβλία δημοσιεύσεως των αποφάσεων.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ - ΠΡΑΚΤΙΚΑ: Εξετάζεται ένας μάρτυρας από κάθε διάδικο και τηρούνται υποχρεωτικά πρακτικά.
ΑΠΟΦΑΣΗ: Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών με τη έκδοση της σχετικής απόφασής του διατάσσει προσωρινά μέτρα αστυνομικής φύσης.
ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Στο κτίριο 16, στο γραφείο 217.
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: Η απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ως αστυνομικό μέτρο, εκτελείται από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα αλλά επειδή ταυτόχρονα αποτελεί και πράξη δικαστικής αρχής σε ιδιωτική διαφορά, εκτελείται και κατά τις δικονομικές διατάξεις και με δικαστικό επιμελητή, στον οποίο δίνεται η παραγγελία προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο της τελεσίδικης απόφασης (βλ. Π. Τζίφρα, Ασφ, Μέτρα, εκδ. 1976, σελ. 425, Γνωμ.Εισ.ΕΑ 23/1976 Δ. 1976.618, Μ.Π.Βόλου 711/1986). Η απόφαση, μετά την τελεσιδικία της, αποτελεί ιδιότυπο εκτελεστό τίτλο, πέραν από αυτούς που ορίζονται στο άρθρο 904 ή άλλες ειδικές δια-τάξεις και δεν περιάπτεται τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο).
ΠΡΟΣΟΧΗ: Με την ανωτέρω απόφαση του Εισαγγελέα επ’ ουδενί δεν αναγνωρίζεται ούτε επιδικάζεται η νομή του διεκδικούμενου ακινήτου στον αιτούντα. Ούτε η σχετική αίτηση διακόπτει το χρόνο παραγραφής (άρθρο 992 Α.Κ).
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ: Προβλέπεται η άσκηση α ν α κ ο π ή ς ενώπιον του ιεραρχικά ανωτέρου Εισαγγελέως Εφετών, προ πάσης επιδόσεως της αποφάσεως αλλά και μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών) (άρθρο 22 παρ. 5 Α.Ν 1539/1938) από την κοινοποίηση της απόφασης στον διάδικο που ηττήθηκε. Η παραπάνω προθεσμία άσκησης της ανακοπής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης του Εισαγγελέως Πρωτοδικών. Η ανακοπή κατατίθεται στο κτίριο 16, δεύτερος όροφος, γραφείο 217.
Απευθύνεται στον Εισαγγελέα Εφετών. Προσδιορίζεται με επιμέλεια του Εισαγγελέα Εφετών, στον τέταρτο (4ο) όροφο, στο γραφείο 1027. Δικάζεται στο γραφείο του Εισαγγελέα, ο οποίος θα τη χρεωθεί. Ο δικηγόρος του ανακόπτοντος, ειδοποιείται τηλεφωνικά για να λάβει αντίγραφα προς κοινοποίηση. Η προθεσμία κοινοποίησης ορίζεται συνήθως από 48 ώρες έως τρεις (3) ημέρες. Κατατίθεται σημείωμα, είτε την ημερομηνία συζήτησης είτε μέσα στην προθεσμία που θα χορηγήσει ο Εισαγγελέας. Μάρτυρες δεν εξετάζονται, εκτός εάν κριθεί αναγκαίο από τον εισαγγελέα, ύστερα από υποβολή αιτήματος. Για την έκδοση και την παρακολούθηση της πορείας καθαρογραφής της αποφάσεως απευθυνόμαστε στον 4o όροφο στο γραφείο 1027. Στον Πειραιά η ανακοπή κατατίθεται στον τέταρτο όροφο στο γραφείο 412. Απευθύνεται στον Εισαγγελέα Εφετών και δικάζεται στο Γραφείο του Εισαγγελέα Υπηρεσίας, που δικάζει την ορισθείσα δικάσιμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Κατά της απόφασης του Εισαγγελέα για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δεν συγχωρείται αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης ή αίτηση ακύρωσης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)